Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁπλόω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); [[ἱστία]] Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς [[σῶμα]] Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); [[ἱστία]] Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς [[σῶμα]] Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἁπλώσω, <i>ao.</i> [[ἥπλωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἡπλώθην]], <i>pf.</i> [[ἥπλωμαι]];<br /><b>1</b> déplier, déployer, étendre ; <i>Pass.</i> s'étendre, se déployer;<br /><b>2</b> rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλόος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.
|lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἁπλώσω, <i>ao.</i> [[ἥπλωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἡπλώθην]], <i>pf.</i> [[ἥπλωμαι]];<br /><b>1</b> déplier, déployer, étendre ; <i>Pass.</i> s'étendre, se déployer;<br /><b>2</b> rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλόος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλόω Medium diacritics: ἁπλόω Low diacritics: απλόω Capitals: ΑΠΛΟΩ
Transliteration A: haplóō Transliteration B: haploō Transliteration C: aploo Beta Code: a(plo/w

English (LSJ)

(ἁπλοῦς) A make simple, unfold, spread out, οὐρήν Batr.74 (v.l.), cf. 80; σῶμα AP11.107 (Lucill.); ἱστία Orph.A.360, etc.; σαγήνην Alciphr.3.3; φάλαγγα Paus.4.11.2; δακτύλους Sor.1.73; ἁπλόω τὸν ἄργυρον beat it thin, Anacreont.4.5; expose a wound, Just. Nov.111 Pr.:—Pass., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [the fish] lay stretched out .., Babr.4.5; ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡπλωμένῃ open ground, Gp.12.18.1; ἁπλωθέντων ἱστίων Lib.Or.11.264:—Med., AP10.9, Orph.A.278, D.P.235. 2 metaph., ἅπλωσον σεαυτόν be simple, M.Ant.4.26:—Pass., to be simplified, Plot.6.7.35; but, to be expanded, Id.3.5.9 (fort. ἐξαπλ-). 3 make plain, ὁδόν LXX Jb.22.3.

Spanish (DGE)

I tr. en v. act.
1 desplegar, extender
a) de tejidos, cosas extensas ἱστία Orph.A.360, Sm.Is.33.23, cf. en v. pas., Lib.Or.11.264, Ael.NA 14.26 σαγήνην Alciphr.1.13.1, πέπλον Ach.Tat.5.3.5, ὠμόλινον <ἢ> ῥάκος Sor.76.16, τράπεζαν Cyr.Al.M.69.881C, (θεός) ἥπλωσε θάλασσαν desplegó el mar (Dios al crearlo), Orac.Sib.1.11, cf. Cyr.Al.M.71.613C, en v. pas. ἄμπελος ἡπλωμένη una vid desplegada Sm.Ez.17.6;
b) de manos, alas abrir χεῖρας Corp.Herm.Fr.23.52, Ath.Al.M.26.1433A, en v. pas., Clem.Al.Prot.11, παλάμας Orac.Sib.5.257, δακτύλους Sor.146.10
abrir, desplegar πτερόν Ach.Tat.1.1.13, πτέρυγας Ael.NA 12.27, cf. Sm.Dt.32.11, φάλαγγα Paus.4.11.2;
c) de cosas alargadas extender, estirar, tender σῶμα AP 11.107 (Lucill.), ὁ ἐλέφας ... ἁπλοῖ τὴν γένυν Ach.Tat.4.4.8, de un rollo βιβλίον Sm.Is.37.14, ἁπλώσας ἐπὶ νευρῆν ... (βέλεμνον) tendiendo en el arco (la flecha) Nonn.D.22.320.
2 allanar, batir ὁδόν LXX Ib.22.3, ἄγυρον para laminarla Anacreont.5.5
esp. en part. pas., de terrenos batido, allanado ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡλωμένῃ el espárrago gusta de terreno batido, Gp.12.18.1, χῶρος Eus.Theoph.3 (p.14.13), ἁπλωθεῖσα ... ἡ σπεῖρα καὶ γενομένη ὡς κύλινδρος cuando se aplana la espira y se convierte en cilindro Hero Metr.p.130.7.
3 hacer simple, simplificar ἅπλωσον σεαυτόν sé sencillo M.Ant.4.26, como falsa etim. del n. de Ἀπόλλων «el Simplificador» Corn.ND 32
(ὁ νοῦς) γίνεται ἁπλωθεὶς εἰς εὐπάθειαν Plot.6.7.35.
4 mostrar, exponer, indicar κακίαν Dor.Ab.M.88.1620A, una herida, Iust.Nou.111 proem.
proclamar, publicar ἀλήθειαν Clem.Al.Prot.11.116.
II intr., en v. med. pas.
1 extenderse, desplegarse, difundirse περὶ ψυχήν Plot.3.5.9, cf. D.P.235, ὁ δίσκος (del Sol) ἁπλωθήσεται PMag.4.576.
2 ser sencillo, franco τῶν ἁπλουμένων ἁπλότης Dion.Ar.DN M.3.589C.

German (Pape)

[Seite 293] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); ἱστία Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς σῶμα Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἁπλώσω, ao. ἥπλωσα, pf. inus.
Pass. ao. ἡπλώθην, pf. ἥπλωμαι;
1 déplier, déployer, étendre ; Pass. s'étendre, se déployer;
2 rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.
Étymologie: ἁπλόος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλόω: μέλλ. -ώσω, (ἁπλοῦς) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, ἀναπτύσσω, ἐκτείνω, ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· σῶμα Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο ἁπλοῦς, Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ λέξις εἶναι συνήθης παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.

Greek Monotonic

ἁπλόω: μέλ. -ώσω (ἁπλοῦς), καθιστώ κάτι απλό, μονό, ξεδιπλώνω, εκτείνω, τεντώνω, απλώνω, σε Βατραχομ., Ανθ. — Παθ., ἡπλώθη (το ψάρι) κειτόταν τεντωμένο, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπλόω:
1) раскладывать, распластывать, развертывать, распростирать (οὐρὴν ἐφ᾽ ὕδασιν Batr.; σῶμα κατὰ γῆς, med. δίκτυα Anth.; ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr.);
2) расплющивать (τὸν ἄργυρον Anacr.).

Middle Liddell

ἁπλοῦς
to make single, to unfold, stretch out, Batr., Anth.:—Pass., ἡπλώθη [the fish lay stretched out, Babr.