γηράσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.2 inf.</i> [[γηράναι]] <i>et part.</i> [[γηράς]];<br />vieillir ; <i>en parl. de fruits</i> mûrir.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]].
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.2 inf.</i> [[γηράναι]] <i>et part.</i> [[γηράς]];<br />vieillir ; <i>en parl. de fruits</i> mûrir.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''γηράσκω:''' и [[γηράω]] (fut. γηράσω и γεράσομαι с ᾱ, aor. ἐγήρασα - inf. [[γηρᾶναι]] или [[γηράναι]] и тж. γηρᾶσαι; part. [[γηράς]] - эп. dat. pl. γηράντεσσι; pf. γεγήρᾱκα)<br /><b class="num">1)</b> [[стареть]], [[стариться]] ([[λιπαρῶς]] [[γηρασκέμεν]] ἐν μεγάροισι Hom.; γηράσκει πάντα ὑπο τοῦ χρόνου Arst.): ἂν γηράσῃ Plut. если бы он дожил до старости; κηρύσσων γήρασκε Hom. он состарился в должности глашатая; οὐ γεγήρακεν [[σθένος]] Soph. сила не ослабела;<br /><b class="num">2)</b> [[зреть]], [[созревать]] ([[μῆλον]] ἐπὶ μήλῷ γηράσκει Hom.): ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Aesch. уходящее вперед время;<br /><b class="num">3)</b> [[старить]], [[лишать сил]] (λυσσητῆρα [[πόδα]] Anth.): γηρᾶσαί τινα τροφῇ Aesch. дать дожить кому-л. до старости;<br /><b class="num">4)</b> med. [[переживать]], [[жить]]: [[τρεῖς]] ἐλάφους ὁ [[κόραξ]] γηράσκεται Hes. ворон живет три оленьих века.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γηράσκω:''' μέλ. <i>γηράσω</i> και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, παρακ. <i>γεγήρᾱκα</i>· υπάρχει επίσης [[τύπος]] ενεστ. [[γηράω]]· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. <i>γήρημι</i> ή <i>γήρᾱμι</i>, γʹ ενικ. [[ἐγήρα]], απαρ. [[γηράναι]] [ᾰ], μτχ. [[γηράς]], Επικ. δοτ. πληθ. <i>γηράντεσσι</i> ([[γῆρας]]),<br /><b class="num">I.</b> γερνώ, [[προχωρώ]] σε [[ηλικία]], [[γίνομαι]] ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κηρύσσων γήρασκε</i>, γερνούσε κατά τη [[διάρκεια]] άσκησης του αξιώματός του ως [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, [[χρόνος]] γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον [[γηράναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε [[μεγάλη]] [[ηλικία]], σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''γηράσκω:''' μέλ. <i>γηράσω</i> και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, παρακ. <i>γεγήρᾱκα</i>· υπάρχει επίσης [[τύπος]] ενεστ. [[γηράω]]· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. <i>γήρημι</i> ή <i>γήρᾱμι</i>, γʹ ενικ. [[ἐγήρα]], απαρ. [[γηράναι]] [ᾰ], μτχ. [[γηράς]], Επικ. δοτ. πληθ. <i>γηράντεσσι</i> ([[γῆρας]]),<br /><b class="num">I.</b> γερνώ, [[προχωρώ]] σε [[ηλικία]], [[γίνομαι]] ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κηρύσσων γήρασκε</i>, γερνούσε κατά τη [[διάρκεια]] άσκησης του αξιώματός του ως [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, [[χρόνος]] γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον [[γηράναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε [[μεγάλη]] [[ηλικία]], σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γηράσκω:''' и [[γηράω]] (fut. γηράσω и γεράσομαι с ᾱ, aor. ἐγήρασα - inf. [[γηρᾶναι]] или [[γηράναι]] и тж. γηρᾶσαι; part. [[γηράς]] - эп. dat. pl. γηράντεσσι; pf. γεγήρᾱκα)<br /><b class="num">1)</b> [[стареть]], [[стариться]] ([[λιπαρῶς]] [[γηρασκέμεν]] ἐν μεγάροισι Hom.; γηράσκει πάντα ὑπο τοῦ χρόνου Arst.): ἂν γηράσῃ Plut. если бы он дожил до старости; κηρύσσων γήρασκε Hom. он состарился в должности глашатая; οὐ γεγήρακεν [[σθένος]] Soph. сила не ослабела;<br /><b class="num">2)</b> [[зреть]], [[созревать]] ([[μῆλον]] ἐπὶ μήλῷ γηράσκει Hom.): ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Aesch. уходящее вперед время;<br /><b class="num">3)</b> [[старить]], [[лишать сил]] (λυσσητῆρα [[πόδα]] Anth.): γηρᾶσαί τινα τροφῇ Aesch. дать дожить кому-л. до старости;<br /><b class="num">4)</b> med. [[переживать]], [[жить]]: [[τρεῖς]] ἐλάφους ὁ [[κόραξ]] γηράσκεται Hes. ворон живет три оленьих века.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηράσκω Medium diacritics: γηράσκω Low diacritics: γηράσκω Capitals: ΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: gēráskō Transliteration B: gēraskō Transliteration C: girasko Beta Code: ghra/skw

English (LSJ)

fut. γηράσομαι [ᾱ] Critias 1.5 (and in compds., ἐγ-, κατα-, συγ-, Th.6.18, Ar.Eq.1308, E.Fr.1058); A γηράσω Pl.R.393e: poet. inf. γηρᾱσέμεν Simon.85.9: aor. ἐγήρᾱσα (κατ-) Hdt.2.146, Pl.Tht.202d (also causal, cf. infr. ΙΙ): acc. fem. part. γηράσασαν (v.l. γηρᾶσαν) Hdt.7.114: pf. γεγήρᾱκα S.OC727, etc.:—also γηράω X. Cyr.4.1.15, Arist.EN1135b2, Men.481.14, Plu.2.911b, part. γηρῶν Epict.Fr.3: aor. 2 (as if from γήρημι or γήρᾱμι) ἐγήρα Il.7.148, 17.197, Od.14.67, (κατ-) Hdt.6.72; inf. γηράναι [ᾰ] A.Ch.908 (cum Sch.), S.OC870 (so EM230.53, but γηρᾶναι Moer.115), part. γηράς Il.17.197, dat. pl. γηράντεσσι Hes.Op.188, gen. pl. <ὑπερ-> γηράντων dub. in Ael.NA7.17; also γηρείς, έντος, Xenoph.9:—Med., γηράσκομαι Hes.Fr.171:—Pass., (ὑπερ-) γηραθείς Ps.-Callisth.1.25:—grow old, and in aor. and pf., to be so, κηρύσσων γήρασκε grew old in his office of herald, Il.17.325, cf. 2.663, etc.; of things, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ γ. Od.7.120; χρόνος γηράσκων A.Pr.981; πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνήρ S.Fr.487; μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Men.Mon.347; τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος S.OC727: c. acc. cogn., βίον τοιοῦτον γηράναι ib.870:—so in Med., Hes.Fr.171. II causal in aor. 1 ἐγήρᾱσα, bring to old age, ἐγήρασάν με τροφῇ A.Supp.894; γηράσας πόδα (but perhaps acc. cogn.) AP6.94 (Phil.). (Akin to γέρων, γῆρας.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [pres. inf. γηρασκέμεν Od.4.210; fut. inf. γηρασέμεν Semon.1.8, γεράσειν Pl.R.393e, v. med. ind. γηράσεται Critias Eleg.8.5; aor. rad. atem. ind. ἐγήρα Il.7.148, inf. γηράναι A.Ch.908, γηρᾶναι S.OC 870, X.Mem.3.12.8 (como propio de la koiné) Moer.106, part. γηράς Il.17.197, dat. plu. γηράντεσσι Hes.Op.188, pero γηρείς Lyr.Iamb.Adesp.4W., gen. sg. γηρέντος Xenoph.8, aor. sigm. imper. γηράσατε Clem.Al.Prot.10.108, part. fem. γηράσασα Hdt.7.114; perf. γεγήρακα S.OC 727]
v. tb. γηράω, γήρημι
I 1envejecer, hacerse mayor o viejo ἤδη γηράσκοντα Λικύμνιον Il.2.663, cf. 24.541, ὅτε γηράσκωσι ... φῦλ' ἀνθρώπων Od.15.409, λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν Od.4.210, κηρύσσων γήρασκε había envejecido cumpliendo de heraldo, Il.17.325, αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας Hes.Op.185, cf. Tyrt.8.39, Thgn.937, Hdt.l.c., σὺν φιλεῦντι γηράσκει πόσι Semon.8.86, γηράσκω δ' αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος Sol.22.7, cf. Democr.B 206, πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γηράσκων ἀνήρ S.Fr.487.3, ἄτεκνος γηράσκω E.Supp.967, cf. Alc.736, Io 619, γηράσκει δ' ὁ γήρων ... ἐλαφρότερον Call.Fr.41.1, γηράσκεις, Τιθωνέ AP 5.3 (Antip.Thess.), οὐ γὰρ μ' ἔθρεψαν, οὐδὲ γηράσω τροφῇ pues no me criaron ni con su alimento me haré viejo A.Supp.894, γηράσκει πάνθ' ὑπὸ τοῦ χρόνου Arist.Ph.221a31, op. ‘morir’ οὔτε ... γηρασέμεν οὔτε θανεῖσθαι Semon.l.c., ὁ γεγηρακώς el viejo, PSI 685.13 (IV d.C.), POxy.904.2 (V d.C.)
c. ac. de rel. γηράσας πόδα ref. a un viejo bailarín AP 6.94 (Phil.)
de animales, Arist.GA 785a22, de plantas, Thphr.HP 3.12.6
en v. med. alcanzar la edad τρεῖς δ' ἐλάφους ὁ κόραξ γηράσκεται Hes.Fr.304.3.
2 sólo aor. rad. atem. llegar a viejo ᾧ παιδὶ ὄπασσε (τὰ τεύχεα) γηράς· ἀλλ' οὐχ' υἱὸς ... ἐγήρα cedió (las armas) a su hijo cuando envejeció; pero el hijo no llegó a viejo, Il.17.197, cf. 7.148, Od.14.67, γηράντεσσι τοκεῦσιν a los padres ya ancianos Hes.Op.188, cf. Xenoph.l.c., Lyr.Iamb.Adesp.l.c., ἐγώ σ' ἔθρεψα, ξὺν δὲ γηράναι θέλω yo te crié, junto (a tí) quiero envejecer A.l.c., cf. X.l.c.
c. ac. int. βίον τοιοῦτον ... γηρᾶναι S.OC 870.
II fig.
1 madurar el fruto ὄχνη Od.7.120
madurar, adquirir solera c. ac. int. οὐ ... τι γηράσκουσιν αἱ τέχναι καλῶς Men.Fr.408.
2 avanzar, transcurrir, pasar el tiempo μετὰ τὴν σκιὰν τάχιστα γηράσκει χρόνος Critias B 26, χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων A.Eu.286, cf. Pr.981.
3 envejecer, debilitarse τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακεν σθένος S.OC 727, χάριν ... γηράσκουσαν ἐχθαίρω φίλων E.HF 1223, cf. Men.Mon.477, Pamprepius 4.4, μύθων ... γεγηρακότων mitos anticuados Eus.VC 3.54, tb. en v. med. οὔ ποτέ σου φιλότης γηράσεται Critias l.c.
c. suj. de pers. γηράσατε πρὸς δεισιδαιμονίαν envejeced para la superstición op. ‘nacer a la verdadera fe’, Clem.Al.l.c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.2 inf. γηράναι et part. γηράς;
vieillir ; en parl. de fruits mûrir.
Étymologie: γῆρας.

Russian (Dvoretsky)

γηράσκω: и γηράω (fut. γηράσω и γεράσομαι с ᾱ, aor. ἐγήρασα - inf. γηρᾶναι или γηράναι и тж. γηρᾶσαι; part. γηράς - эп. dat. pl. γηράντεσσι; pf. γεγήρᾱκα)
1) стареть, стариться (λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισι Hom.; γηράσκει πάντα ὑπο τοῦ χρόνου Arst.): ἂν γηράσῃ Plut. если бы он дожил до старости; κηρύσσων γήρασκε Hom. он состарился в должности глашатая; οὐ γεγήρακεν σθένος Soph. сила не ослабела;
2) зреть, созревать (μῆλον ἐπὶ μήλῷ γηράσκει Hom.): ὁ γηράσκων χρόνος Aesch. уходящее вперед время;
3) старить, лишать сил (λυσσητῆρα πόδα Anth.): γηρᾶσαί τινα τροφῇ Aesch. дать дожить кому-л. до старости;
4) med. переживать, жить: τρεῖς ἐλάφους ὁ κόραξ γηράσκεται Hes. ворон живет три оленьих века.

Greek (Liddell-Scott)

γηράσκω: Ὄμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· μέλλ. γηράσομαι [ᾱ], Κριτίας 7. 5 (καὶ ἐν συνθέτ. ἐγ-, κατα-, συγ-, Θουκ. 6. 18, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, Εὐρ. Ἀποσπ. 1044)· ἀλλὰ γηράσω Σιμων. 85. 9, Πλάτ. Πολιτ. 393Ε· ἀόρ ἐγήρᾱσα Ἡρόδ. 7. 114, (κατ-) ὁ αὐτ. 2. 146, Πλάτ. Θεαιτ. 202D (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· πρκμ. γεγήρᾱκα Σοφ. Ο. Κ. 727, Εὐρ. Ἴωνι 1392·- εὕρηται ὡσαύτως ἐνεστὼς γηράω (Ξεν. Κύρ. 4. 1, 15, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 3, Μένανδρ. Ὑποβ. 2. 14, Μονοστ. 283, 608, Πλούτ. 2. 911Β, πρβλ. καταγηράω)· ἀπαντῶσι δὲ καὶ τινες τύποι ἀορ. β', ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ., γήρημι ἢ γήρᾱμι, ἤτοι ἐγήρα Ἰλ. Η. 148, Ρ. 197, Ὀδ. Ξ. 67, (κατ-) Ἡρόδ. 6. 72· ἀπαρ. γηράναι [ᾰ] Αἰσχύλ. Χο. 908, Σοφ. Ο. Κ. 870 (ἔνθα τινὲς γράφουσι γηρᾶναι, ὡς εἰ ἐξ ἀορ. α' ἐγήρᾱνα, ἀλλ' ἴδε Ε. Μ. 250. 53, Θωμ. Μ. 192· μετοχ. γηρὰς Ἰλ. Ρ. 197 (πρβλ. ἀπογηράσκω), δοτ. πληθ. γηράντεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 188· (πρβλ. τὰς μετοχ. τοῦ ἀορ. ἀποκλάς, βροντάς, γελάς, ἀντὶ ἀποκλάσας, κτλ.)· ἕτερος σπάνιος τύπος τῆς μετοχῆς εἶναι γηρείς, ἐντος, Ξενοφάν. (8) ἐν τῷ Ε. Μ. (γῆρας, γέρων). Γίνομαι γέρων καὶ ἀδύνατος, καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ. εἶμαι τοιοῦτος, κηρύσσων γήρασκε, εἰσήρχετο εἰς τὸ γῆρας, ἐγίνετο γέρων ἐν τῇ ἐξασκήσει τοῦ ὑπουργήματος αὑτοῦ ὡς κήρυκος, Ἰλ. Ρ. 325, πρβλ.Β. 663,ΚΤΛ.· ἐπὶ πραγμάτων,ὄγχνη ἐπ᾿ ὄγχνῃ γ. Ὀδ. Η. 120· χρόνος γηράσκων Αἰσχύλ. Πρ. 981· πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 434· μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Μένανδ. Μονοστ. 347· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., βίον τοιῦτον γηράναι Σοφ. Ο. Κ. 870·- οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡσ. παρὰ Πλουτ. 2. 415C. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α' ἐγήρᾱσα, ἔφερα εἰς τὸ γῆρας, ἔκαμα νὰ γηράσῃ τις, ἐγήρασάν με τροφῇ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 894· γηράσας πόδα Ἀνθ. II. 6. 94.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐγήρᾶ, part. γηράς: grow old; of fruit, ‘ripen,’ Od. 7.120.

English (Strong)

from γῆρας; to be senescent: be (wax) old.

English (Thayer)

or γηράω: 1st aorist ἐγήρασα; from Homer down; (cf. Winer's Grammar, 92 (88); Donaldson, New Crat. § 387); to grow old: to fail from age, be obsolescent: παλαιουμενος — the latter (used only of things) marking the lapse of time, while γηρασκων carries with it a suggestion of the waning strength, the decay, incident to old age (cf. Schmidt, chapter 46,7; Theophrastus, caus. pl. 6,7, 5): that which is becoming old and faileth for age etc.)).

Greek Monolingual

(AM γηράσκω, Α και γηράω)
1. γίνομαι γέρος, γερνώ
2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» — όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι
αρχ.
1. είμαι γέρος
2. (για καρπούς) ωριμάζω
3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ
4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του
5. φρ. «χρόνος γηράσκων» — ο χρόνος που περνά, που κυλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γήρας].

Greek Monotonic

γηράσκω: μέλ. γηράσω και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐγήρᾱσα, παρακ. γεγήρᾱκα· υπάρχει επίσης τύπος ενεστ. γηράω· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. γήρημι ή γήρᾱμι, γʹ ενικ. ἐγήρα, απαρ. γηράναι [ᾰ], μτχ. γηράς, Επικ. δοτ. πληθ. γηράντεσσι (γῆρας),
I. γερνώ, προχωρώ σε ηλικία, γίνομαι ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κηρύσσων γήρασκε, γερνούσε κατά τη διάρκεια άσκησης του αξιώματός του ως κήρυκας, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, χρόνος γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον γηράναι, σε Σοφ.
II. μτβ. στον αόρ. αʹ ἐγήρᾱσα, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε μεγάλη ηλικία, σε Αισχύλ., Ανθ.

Middle Liddell

γῆρας
I. to grow old, become old, and in aor. and perf. to be so, Hom., etc.; κηρύσσων γήρασκε grew old in his office of herald, Il.; of things, χρόνος γηράσκων Aesch.; c. acc. cogn., βίον γηράναι Soph.
II. Causal in aor1 ἐγήρᾱσα, to bring to old age, Aesch., Anth.

Chinese

原文音譯:ghr£skw 給拉士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)元老
字義溯源:衰老,變老,年老;源自(γῆρας)=年老),而 (γῆρας)出自(γέρων)*=年老的)
出現次數:總共(2);約(1);來(1)
譯字彙編
1) 衰老的(1) 來8:13;
2) 你年老(1) 約21:18