ἑτερότροπος: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[τρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτερότροπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[преобразившийся]], [[изменившийся]], [[иной]]: μεταβαλοῦσα ἑπὶ κακὸν ἑτερότροπον [[τύχη]] Arph. судьба, которая повернется в сторону другой беды, т. е. новая беда;<br /><b class="num">2)</b> [[повернувшийся другой стороной]], [[переменивший направление]] (τύχης [[ὁρμή]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑτερότροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι [[καμωμένος]] με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αλλάζει [[κατεύθυνση]], [[αβέβαιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἑτερότροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι [[καμωμένος]] με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αλλάζει [[κατεύθυνση]], [[αβέβαιος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἑτερό-τροπος, ον<br /><b class="num">I.</b> of [[different]] [[sort]] or [[fashion]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[turning]] the [[other]] way, [[uncertain]], Anth. | |mdlsjtxt=ἑτερό-τροπος, ον<br /><b class="num">I.</b> of [[different]] [[sort]] or [[fashion]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[turning]] the [[other]] way, [[uncertain]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, of different sort or fashion, κακόν Ar.Th.724; γαλεῶν ἑ. φῦλα Opp.H.1.379; various, τύχης ἑ. ὁρμή AP9.768 (Agath.), cf. Nonn.D.2.669, 7.7.
German (Pape)
[Seite 1051] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις τύχη Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης ἑτερότροπος ὁρμή Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.
Étymologie: ἕτερος, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερότροπος:
1) преобразившийся, изменившийся, иной: μεταβαλοῦσα ἑπὶ κακὸν ἑτερότροπον τύχη Arph. судьба, которая повернется в сторону другой беды, т. е. новая беда;
2) повернувшийся другой стороной, переменивший направление (τύχης ὁρμή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερότροπος: -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ ἄλλην διεύθυνσιν, τρεπόμενος, ἀβέβαιος, τύχης ἑτ. ὁρμή Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα του σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο- + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].
Greek Monotonic
ἑτερότροπος: -ον, I. αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι καμωμένος με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αλλάζει κατεύθυνση, αβέβαιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἑτερό-τροπος, ον
I. of different sort or fashion, Ar.
II. turning the other way, uncertain, Anth.