οἰκοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκοδομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сооружать]], [[строить]], [[воздвигать]] (πυραμίδα, [[τεῖχος]], γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν [[νεών]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[строить]], [[создавать]] (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[назидать]], [[наставлять]] (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.
|elrutext='''οἰκοδομέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сооружать]], [[строить]], [[воздвигать]] (πυραμίδα, [[τεῖχος]], γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν [[νεών]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[строить]], [[создавать]] (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);<br /><b class="num">3</b> [[назидать]], [[наставлять]] (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομέω Medium diacritics: οἰκοδομέω Low diacritics: οικοδομέω Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: oikodoméō Transliteration B: oikodomeō Transliteration C: oikodomeo Beta Code: oi)kodome/w

English (LSJ)

fut. -ήσω: aor. ᾠκοδόμησα (not οἰκ- in Att.): pf. A ᾠκοδόμηκα Pl.Grg.514b: but later Att. pf. Pass. οἰκοδομημένοι IG22.1627.398:—build a house: generally, build, νεὼν καὶ βωμόν ib.12.24.13; νηόν Hdt.1.21; οἰκίας ib.114; γέφυραν ib.186; πυραμίδας Id.2.101, cf. Telecl.42; [αἱ μέλιτται] οἰ. τὰ κηρία Arist.HA623b27: abs., Pl.Chrm.161e, 165d:—also in Med., οἰκοδομέεσθαι οἴκημα build oneself a house, have it built, Hdt.2.121.α', cf. 148; νεωσοίκους And.3.7; τείχη Th.7.11; οἰκίας Pl.R.372a, etc.: —Pass., to be built, Hdt.2.126, 127; τὰ -ούμενα Arist.GA730b8. b generally, fashion, καταπέτασμα LXX 3 Ki.6.36. 2 metaph., build or found upon, ἔργα ἐπί τι X.Cyr.8.7.15; οἰ. τέχνην ἔπεσιν Ar.Pax 749. 3 metaph., build up, edify, IEp.Cor.8.1, 10.23, etc.; οἰ. εἰς τὸν ἕνα IEp.Thess.5.11: but also in bad sense, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν will be emboldened, IEp.Cor.8.10; cf. ἀνοικοδομέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. inus., ao. ᾠκοδόμησα, pf. ᾠκοδόμηκα;
1 bâtir une maison;
2 p. ext. bâtir, construire, édifier, acc.;
Moy. οἰκοδομέομαι, οἰκοδομοῦμαι bâtir ou construire pour soi, acc..
Étymologie: οἰκοδόμος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομέω:
1 сооружать, строить, воздвигать (πυραμίδα, τεῖχος, γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν νεών Arst.);
2 перен. строить, создавать (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);
3 назидать, наставлять (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομέω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ᾠκοδόμησα (οὐχὶ οἰκ- παρ’ Ἀττ.), Φρύνιχ. 153. Ὡς καὶ νῦν, κτίζω οἶκον· καθόλου, κτίζω, κατασκευάζω, νηόν, οἰκίαν, γέφυραν, λαβύρινθον, πυραμίδα, τεῖχος Ἡρόδ. 1. 21., 114, 186., 2. 101, κ. ἀλλ.· αἱ μέλιτται οἰκ. τὰ κηρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· ἀπολ., Πλάτ. Χαρμ. 161Ε, 165D· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οἰκοδομοῦμαι οἴκημα, κτίζω δι’ ἐμαυτὸν ἢ βάλλω νὰ κτίσωσι δι’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. 148· νεωσοίκους Ἀνδοκ. 24. 21· τείχη Θουκ. 7. 11· οἰκίας Πλάτ., κτλ.· ― Παθ., οἰκοδομοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 126, 127· τὰ οἰκοδομούμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 22, 2. 2) μεταφ., κτίζω ἢ θεμελιῶ ἐπί τινος, ἔργα ἐπί τι Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15· οἰκ. τέχνην ἔπεσιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 749. 3) μεταφ., ὡσαύτως καταρτίζω, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 1, ι΄, 23, κτλ.· οἰκοδ. εἶς τὸν ἕνα Α΄ πρ. Θεσ. ε΄, 11· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, λαμβάνω θάρρος, παρακινοῦμαι, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, θὰ λάβῃ θάρρος νὰ..., Α΄ πρ. Κορινθ. η΄, 10· πρβλ. ἀνοικοδομέω.

English (Strong)

from the same as οἰκοδομή; to be a house-builder, i.e. construct or (figuratively) confirm: (be in) build(-er, -ing, up), edify, embolden.

English (Thayer)

(οἰκοδόμος) ὀικοδομου, ὁ (οἶκος, δέμω to build; cf. οἰκονόμος), a builder, an architect: L T Tr WH. (Herodotus, Xenophon, Plato, Plutarch, others; the Sept..)

Greek Monotonic

οἰκοδομέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ᾠκοδόμησα (οἰκοδόμος
1. χτίζω σπίτι· γενικά, χτίζω, οικοδομώ, οἰκίαν, γέφυραν, τεῖχος, σε Ηρόδ. — Μέσ., οἰκοδομεῖσθαι οἴκημα, χτίζω για τον εαυτό μου ένα σπίτι, αναθέτω σε κάποιους να μου το χτίσουν, στον ίδ. — Παθ., χτίζομαι, οικοδομούμαι, στον ίδ.
2. μεταφ., ανεγείρω ή ιδρύω, θεμελιώνω, ἔργα ἐπί τι, σε Ξεν.· οἰκοδομέω τέχνην ἔπεσιν, σε Αριστοφ.
3. μεταφ. επίσης, θεμελιώνω, εδραιώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, στο ίδ.

Middle Liddell

οἰκοδόμος
1. to build a house: generally, to build, οἰκίαν, γέφυραν, τεῖχος Hdt.:—Mid., οἰκοδομεῖσθαι οἴκημα to build oneself a house, have it built, Hdt.:—Pass. to be built, Hdt.
2. metaph. to build or found upon, ἔργα ἐπί τι Xen.; οἰκ. τέχνην ἔπεσιν Ar.
3. metaph., also, to build up, edify, NTest.:—Pass., οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν will be emboldened to eat, Ar.

Chinese

原文音譯:o„kodomšw 哀可-多姆哦
詞類次數:動詞(39)
原文字根:家-建造 相當於: (בָּנָה‎)
字義溯源:作匠人,匠人,建造,建立,蓋造,蓋建,修造,蓋,造,支持,造成,造就,放膽;源自(οἰκοδομή)=建築);由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。這字也用來描寫信徒屬靈生長的建造,如:被建造成為靈宮( 彼前2:5)。參讀 (ἑτοιμάζω)同義字參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(39);太(8);可(4);路(12);約(1);徒(3);羅(1);林前(6);加(1);帖前(1);彼前(2)
譯字彙編
1) 建造(6) 太7:24; 太7:26; 路6:48; 路7:5; 羅15:20; 加2:18;
2) 蓋(4) 路6:48; 路6:49; 路12:18; 路14:28;
3) 匠人(4) 太21:42; 可12:10; 路20:17; 彼前2:7;
4) 造就(4) 林前8:1; 林前14:4; 林前14:4; 林前14:17;
5) 建造起來(3) 太26:61; 太27:40; 可15:29;
6) 蓋了(2) 太21:33; 可12:1;
7) 你們修造(2) 路11:47; 路11:48;
8) 放膽(1) 林前8:10;
9) 建立(1) 帖前5:11;
10) 你們要⋯造(1) 徒7:49;
11) 被建造(1) 彼前2:5;
12) 被建立(1) 徒9:31;
13) 造就人(1) 林前10:23;
14) 蓋建(1) 路14:30;
15) 你們建造(1) 太23:29;
16) 我要建造(1) 太16:18;
17) 我要造(1) 可14:58;
18) 造(1) 路4:29;
19) 才造成的(1) 約2:20;
20) 又蓋造(1) 路17:28;
21) 造成(1) 徒7:47

German (Pape)

ein Haus bauen; οἰκίας, Her. 1.114; νηόν, 1.21; πυραμίδα, 2.101; τεῖχος, 8.71; auch im med., für sich bauen, οἴκημα, 3.121.1; pass., ἔφασαν τὴν πυραμίδα οἰκοδομηθῆναι, 2.126; τείχη οἰκοδομησαμένων, Thuc. 7.11; Plat. oft, παλαίστρα νεωστὶ ᾠκοδομημένη, Lys. 204a, auch med., οἰκίας οἰκοδομούμενοι καλάς, Rep. IV.419; Xen. und Folgde, wie Plut. und Luc. Auch übertragen, φιλικὰ ἔργα ἐπί τι Xen. Cyr. 8.7.15, und Sp., auch = erbauen im christlichen Sinne, K.S.