εὐκλεής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efkleis
|Transliteration C=efkleis
|Beta Code=eu)kleh/s
|Beta Code=eu)kleh/s
|Definition=ές, acc.sg. [[Εὐκλεέα]], contr. <span class="sense"><span class="bld">A</span> εὐκλεᾶ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>12.24</span> (εὐκλέα codd.), shortened εὐκλέᾰ <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>6.29</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>161</span> (lyr., [[si vera lectio|s. v.l.]]), disyll., <span class="bibl">B.5.196</span>; dat. [[Εὐκλεέϊ]], shortened εὐκλέῐ <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.24</span>: acc. pl. [[Εὐκλεέας]], contr. ἐϋκλεῖας <span class="bibl">Il.10.281</span>, <span class="bibl">Od.21.331</span>, shortened εὐκλέᾰς Id.<span class="title">O.</span>2.90, <span class="bibl">Simon. 95.1</span>; later poet. εὐκλειής <span class="title">Epigr.Gr.</span>946 (Tralles), ἐϋκλειής <span class="bibl">A.R.1.73</span>; gen. εὐκλειοῦς <span class="title">Arch.Pap.</span>1.220 (ii B.C.): (κλέος):—[[of good report]], [[famous]], freq. of persons, Od.l. c., etc.; also of things, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι <span class="bibl">Il.17.415</span>; ὀϊστοί <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.90</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">N.</span>6.29</span>, etc.; <b class="b3">εὐκλέα γλῶσσαν</b> a song [[that tells of his glory]], B. [[l.c.]]; γόος εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 321</span> (lyr.); βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>90</span>; εὐκλεέστατος βίος <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>623</span>, etc.: in Prose, of persons, <span class="bibl">X. <span class="title">Vect.</span>6.1</span> (Comp.), <span class="bibl"><span class="title">HG</span>7.2.20</span> (Sup.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>247d</span>; δόξα εὐ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span> 208d</span>; later <b class="b3">πόσῳ εὐκλέεστερον</b>…; c. inf., Muson.<span class="title">Fr.</span>19p.109H.; εὐ. θάνατος <span class="bibl">Ph.2.574</span> (Sup.). Adv. [[εὐκλεῶς]], Ep. [[εὐκλειῶς]], [[ὀλέσθαι]] ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος <span class="bibl">Il.22.110</span>, cf. <span class="title">AP</span>6.332.8 (Hadr.); <b class="b3">εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>328</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ag.</span>1304</span>: Sup. εὐκλεέστατα <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>1.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Εὐκλῆς]], Orphic title of [[Hades]], <span class="title">IG</span>14.641 (Thurii).</span>
|Definition=εὐκλεές, acc.sg. [[Εὐκλεέα]], contr.<br><span class="bld">A</span> εὐκλεᾶ Pi.''P.''12.24 (εὐκλέα codd.), shortened εὐκλέᾰ Id.''N.''6.29, S.''OT''161 (lyr., [[si vera lectio|s. v.l.]]), disyll., B.5.196; dat. [[Εὐκλεέϊ]], shortened εὐκλέῐ Pi.''N.''2.24: acc. pl. [[Εὐκλεέας]], contr. ἐϋκλεῖας Il.10.281, Od.21.331, shortened εὐκλέᾰς Id.''O.''2.90, Simon. 95.1; later ''poet.'' [[εὐκλειής]] ''Epigr.Gr.''946 (Tralles), ἐϋκλειής A.R.1.73; gen. εὐκλειοῦς ''Arch.Pap.''1.220 (ii B.C.): ([[κλέος]]):—[[of good report]], [[famous]], freq. of persons, Od.l. c., etc.; also of things, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι Il.17.415; ὀϊστοί Pi.''O.''2.90, cf. ''N.''6.29, etc.; <b class="b3">εὐκλέα γλῶσσαν</b> a song [[that tells of his glory]], B. [[l.c.]]; γόος εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις A.''Ch.'' 321 (lyr.); βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος Id.''Fr.''90; εὐκλεέστατος βίος E.''Alc.''623, etc.: in Prose, of persons, X. ''Vect.''6.1 (Comp.), ''HG''7.2.20 (Sup.), Pl.''Mx.''247d; δόξα εὐ. Id.''Smp.'' 208d; later <b class="b3">πόσῳ εὐκλέεστερον</b>…; c. inf., Muson.''Fr.''19p.109H.; εὐ. [[θάνατος]] Ph.2.574 (Sup.). Adv. [[εὐκλεῶς]], Ep. [[εὐκλειῶς]], [[ὀλέσθαι]] ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Il.22.110, cf. ''AP''6.332.8 (Hadr.); <b class="b3">εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν</b>, A.''Pers.''328, ''Ag.''1304: Sup. εὐκλεέστατα X.''Eq.Mag.''1.1.<br><span class="bld">II</span> [[Εὐκλῆς]], [[Orphic]] title of [[Hades]], ''IG''14.641 (Thurii).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκλεής Medium diacritics: εὐκλεής Low diacritics: ευκλεής Capitals: ΕΥΚΛΕΗΣ
Transliteration A: eukleḗs Transliteration B: eukleēs Transliteration C: efkleis Beta Code: eu)kleh/s

English (LSJ)

εὐκλεές, acc.sg. Εὐκλεέα, contr.
A εὐκλεᾶ Pi.P.12.24 (εὐκλέα codd.), shortened εὐκλέᾰ Id.N.6.29, S.OT161 (lyr., s. v.l.), disyll., B.5.196; dat. Εὐκλεέϊ, shortened εὐκλέῐ Pi.N.2.24: acc. pl. Εὐκλεέας, contr. ἐϋκλεῖας Il.10.281, Od.21.331, shortened εὐκλέᾰς Id.O.2.90, Simon. 95.1; later poet. εὐκλειής Epigr.Gr.946 (Tralles), ἐϋκλειής A.R.1.73; gen. εὐκλειοῦς Arch.Pap.1.220 (ii B.C.): (κλέος):—of good report, famous, freq. of persons, Od.l. c., etc.; also of things, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι Il.17.415; ὀϊστοί Pi.O.2.90, cf. N.6.29, etc.; εὐκλέα γλῶσσαν a song that tells of his glory, B. l.c.; γόος εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις A.Ch. 321 (lyr.); βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος Id.Fr.90; εὐκλεέστατος βίος E.Alc.623, etc.: in Prose, of persons, X. Vect.6.1 (Comp.), HG7.2.20 (Sup.), Pl.Mx.247d; δόξα εὐ. Id.Smp. 208d; later πόσῳ εὐκλέεστερον…; c. inf., Muson.Fr.19p.109H.; εὐ. θάνατος Ph.2.574 (Sup.). Adv. εὐκλεῶς, Ep. εὐκλειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Il.22.110, cf. AP6.332.8 (Hadr.); εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν, A.Pers.328, Ag.1304: Sup. εὐκλεέστατα X.Eq.Mag.1.1.
II Εὐκλῆς, Orphic title of Hades, IG14.641 (Thurii).

German (Pape)

[Seite 1074] ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns, Il. 17, 415; über die Formen ἐϋκλεῖας, 10, 281 Od. 21, 331, εὐκληεῖς, Il. 12, 318, vgl. Spitzner Exc. XXII zur Il. Oft bei Pind., von Personen u. Sachen, εὐκλέα νᾶσον N. 5, 15, εὐκλεῖα οὖρον 6, 30, ἔργα, ὀϊστοί, I. 3, 7 Ol. 2, 99; Tragg., θρόνον εὐκλέᾰ (für εὐκλεᾶ) θάσσει Soph. O. R. 161; εἰκλεέστατον βίον Eur. Alc. 623; ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς Plat. Menex. 247 d; δόξης εὐκλεοῦς Conv. 208 d; sonst nicht häufig in Prosa. – Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll, κατθανεῖν Aesch. Ag. 1276; Pers. 320; Eur. öfter; τελευτῆσαι Xen. An. 6, 3, 17; Sp. – Ep. ἐϋκλειῶς, Il. 22, 110; Adrian. ep. 1 (VI, 332).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋκλεής;
ής, ές ; gén. εὐκλεέος-εοῦς;
illustre, glorieux;
Cp. εὐκλεέστερος, Sp. εὐκλεέστατος.
Étymologie: εὖ, κλέος.

Russian (Dvoretsky)

εὐκλεής: эп. ἐϋκλεής 2 покрытый великой славой, славный (βασιλῆες Hom.; ἔργα Pind.; θρόνος Soph.; βίος Eur.; θάνατος Aesch.; Ἀκαδημία Plut.): δόξα εὐ. Plat. великая слава.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκλεής: -ές, παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 73, κλ. ἐϋκλειής, ἴδε κατωτ.: οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται συντετμημένους τύπους πτώσεών τινων, δοτ. εὐκλέϊ ἀντὶ εὐκλεέϊ ἢ -εεῖ, Πινδ. Ν. 2. 39· αἰτ. τοῦ ἑνικ. εὐκλέα ἀντὶ εὐκλεέα ἢ -εᾰ, Πίνδ., Σοφ. Ο. Τ. 161, Βακχυλ. κλ.· αἰτ. τοῦ πληθ. εὐκλέας ἀντὶ εὐκλεέας ἢ -εῖς, Σιμωνίδ. 31. 1, Πινδ. Ο. 2. 163: - ὡσαύτως ἔχομεν τοὺς ἐκτεταμένους ποιητ. τύπους εὐκλειὴς Συλλ. Ἐπιγρ. 2936. αἰτ. εὐκλεῖα Πινδ. Ν. 6. 50· πληθ. ἐϋκλεῖας Ἰλ. Κ. 281, Ὀδ. Φ. 331: πρβλ. ἀγακλέης, (κλέος). Ἔχων καλὸν κλέος, περίφημος, ἔνδοξος, Ὅμ., κλ.· οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς Ἰλ. Ρ. 415· γόος... εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις, πρὸς δόξαν τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 321· βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 86· εὐκλεέστατος βίος Εὐρ. Ἄλκ. 633, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Ἰλ. Χ. 110, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 332· εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 328, Ἀγ. 1304· Ὑπερθ., εὐκλεέστατα Ξεν. Ἱπαρχικ. 1, 1.

English (Autenrieth)

ές, εὐκλειής (κλέος), acc. pl. εὐκλεῖας: glorious, renowned, Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., εὐκλεῶς, εὐκλειῶς, gloriously, Il. 22.110.

English (Slater)

εὐκλεής (εὐκλέϊ, -έ(α), -εᾶ coni.: -έων, -έας.) glorious εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οἶς αἰδοία ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ (byz.: εὐκλεεῖ codd., cf. Wil., Verskunst, 59) (O. 10.85) πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων (P. 8.62) “δέξεται εὐκλέα νύμφαν” (P. 9.56) ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (Er. Schmid: εὐκλέα codd: -εέα scribebam” Schr., cf. Παρθ. 2. 38) (P. 12.24) τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (Calliergus: εὐκλεεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 2.24) ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (Mosch.: -εεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 3.68) πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.29) νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.46) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων (I. 4.23) ε]ὐκλέα χάριν (Pae. 2.103) πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75.5.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐκλεής, -ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής)
αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ.
β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — τραγούδι που υμνεί τη δόξα κάποιου, Βακχυλ.).
επίρρ...
ευκλεώς (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)
ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσκλεής, μεγακλεής].

Greek Monotonic

εὐκλεής: Επικ. ἐϋ-κλ-, -ές· ποιητ. αιτ. ενικ. εὐκλέα, αντί εὐκλεέα ή -εᾱ, πληθ. εὐκλέας αντί εὐκλεέας ή -εεῖς, Επικ. επίσης ἐϋκλεῖας (κλέος)· αυτός που έχει καλή φήμη, περίφημος, ένδοξος, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐκλεέστατος βίος, σε Ευρ.· επίρρ. -εῶς, Επικ. -ειῶς, σε Ομήρ. Ιλ.· κατθανεῖν, σε Αισχύλ.· υπερθ. εὐκλεέστατα, σε Ξεν.

Middle Liddell

κλέος
of good report, famous, glorious, Hom., etc.; εὐκλεέστατος βίος Eur. adv. -εῶς, epic -ειῶς, Il.; κατθανεῖν Aesch.; Sup. εὐκλεέστατα, Xen.

English (Woodhouse)

celebrated, famous, illustrious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δοξασμένος). Ἀπό τό εὖ + κλέος (=δόξα).
Παράγωγα: εὔκλεια (=δόξα), εὐκλείζω (=δοξάζω), εὐκλεῶς.