στυγνάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 ;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être d'humeur sombre;<br /><b>2</b> avoir l'air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
|btext=<b>1</b> [[être d'humeur sombre]];<br /><b>2</b> avoir l'air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:23, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνάζω Medium diacritics: στυγνάζω Low diacritics: στυγνάζω Capitals: ΣΤΥΓΝΑΖΩ
Transliteration A: stygnázō Transliteration B: stygnazō Transliteration C: stygnazo Beta Code: stugna/zw

English (LSJ)

(στυγνός) to have a gloomy, lowering look, ἐπὶ τῷ λόγῳ Ev.Marc.10.22: abs., PMag.Leid.W.5.5, Steph.in Hp.2.514D.; of threatening weather, Ev.Matt.16.3.

German (Pape)

[Seite 958] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T.

French (Bailly abrégé)

1 être d'humeur sombre;
2 avoir l'air sombre ; fig. στυγνάζει ὁ οὐρανός le ciel est sombre, menaçant.
Étymologie: στυγνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.

Russian (Dvoretsky)

στυγνάζω:
1 быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);
2 быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT).

Greek (Liddell-Scott)

στυγνάζω: μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ πρόσωπον Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. στυγνότης.

English (Strong)

from the same as στυγνητός; to render gloomy, i.e. (by implication) glower (be overcast with clouds, or sombreness of speech): lower, be sad.

English (Thayer)

1st aorist participle στυγνάσας; (στυγνός sombre, gloomy); to be sad, to be sorrowful: properly, ἐπί τίνι (R. V. his countenance fell at etc.), A. V. to be towering), T brackets WH reject the passage). (Schol. on Aeschylus Pers. 470; the Sept. thrice for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, ἐπί τινα, στυγνότης, of the gloominess of the sky, Polybius 4,21, 1.)

Greek Monolingual

ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).

Greek Monotonic

στυγνάζω: μέλ. -άσω, δείχνω μελαγχολικός, είμαι λυπημένος, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει συννεφιά, απειλείται να ξεσπάσει καταιγίδα, στο ίδ.

Middle Liddell

στυγνάζω, fut. -άσω
to look gloomy, be sorrowful, NTest.; of weather, to be gloomy, lowering, NTest.

Chinese

原文音譯:stugn£zw 士替格那索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使成)暗色
字義溯源:(使)發黑,臉上變了色,憂愁,震動,卑劣;源自(στυγητός)=怨恨的),而 (στυγητός)出自(στυγνάζω)X*=恨惡)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 臉上就變了色(1) 可10:22;
2) 發黑(1) 太16:3