αἰκία: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>att. ; c. ion.</i> ἀεικίη;<br />traitement injurieux, mauvais traitement, <i>particul.</i> coups, blessures.<br />'''Étymologie:''' [[αἰκής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>att. ; c. ion.</i> ἀεικίη;<br />traitement injurieux, mauvais traitement, <i>particul.</i> [[coups]], [[blessures]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰκής]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:38, 6 December 2022
English (LSJ)
ἡ, Att. for Ion. ἀεικίη (q.v.), A insulting treatment, outrage, A. Pr.179, S.El.515 (lyr.), OC748, etc. 2 torture, Plb.1.80.8, cf. 24.9.13: pl., torments, A.Pr.93, S.El.486 (lyr.), And.1.138, etc. 3 in Prose usually law-term, assault, αἰκίας δίκη Pl.R.425d, 464e; ἦν ὁ τῆς βλάβης ὑμῖν νόμος πάλαι, ἦν ὁ τῆς αἰ., ἦν ὁ τῆς ὕβρεως D.21.35, cf. Lys.Fr.44, etc. 4 generally, suffering, Th.7.75. [Prob. misspelt for αἰκεία (which is frequently v.l.); - - - in Poets.]
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.17.9, Herod.2.41; -εία D.21.35, Plu.2.8f; ἀείκεια Sud.
• Prosodia: [-ῑ-]
1 mal trato, injuria, oprobio, violencia de palabra y obra τοῖο (el cadáver de Héctor) δ' Ἀπόλλων πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροΐ Il.24.19, cf. Od.20.308, A.Pr.177, S.El.486, Hdt.1.73, Plb.1.88.6, LXX 3Ma.6.26, SB 5238.22 (I d.C.), ἔπαινοι δὲ καὶ ψόγοι πάσης εἰσὶν αἰκείας ὠφελιμότεροι las alabanzas y reproches son más útiles que cualquier tipo de malos tratos (para educar a los esclavos), Plu.l.c., τοῦ μήτε τὴν ὕβριν μήτε τὴν αἰκίαν φέρειν (se suicidaron) para evitar el ultraje y el oprobio D.C.58.15.2
•de un ejército descalabro, calamidad, derrota vergonzosa del ejército ateniense en Sicilia, Th.7.75
•indecencia Sud.
2 tortura Hp.Ep.17.9, αἰκίαις περιπίπτειν ser torturado 1Ep.Clem.51.2
•castigo ἡ διὰ τῶν ἱμάντων ... αἰκεία el castigo de los azotes, POxy.1186.3 (IV d.C.)
•más gener. golpe αἰκίῃσιν ἐρετμῶν con el golpe de los remos Opp.H.4.651.
3 en sent. jur. agresión Pl.R.425d, νόμος αἰκείας ley sobre la agresión física D.21.35, Herod.2.41.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
att. ; c. ion. ἀεικίη;
traitement injurieux, mauvais traitement, particul. coups, blessures.
Étymologie: αἰκής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰκία -ας, ἡ, ook ἀεικία, αἴκεια; Ion. ἀεικίη of ἀεικείη ἀεικής
1. smadelijke behandeling; schandalig gedrag:. πολύπονος αἰκεία schandalig gedrag dat veel lijden met zich meebrengt Soph. El. 515.
2. mishandeling, marteling, kwelling:. πᾶσαν αἰκίαν αἰκισάμενος nadat hij hem aan elke mogelijke marteling had onderworpen Plut. Pomp. 80.9; ἦν δὲ πολλὰ καὶ τῆς περὶ τὸ στέρνον αἰκίας καταφανῆ er waren ook veel tekenen zichtbaar van het feit dat zij zich pijn had gedaan rond haar borst (als uiting van rouw) Plut. Ant. 83.2.
3. jur. mishandeling, geweldpleging:. αἰκίας δίκη aanklacht wegens mishandeling Plat. Resp. 464e.
German (Pape)
ἡ [für ἀεικία. Bei Soph. immer, und auch sonst ῑ],
schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Schmach, Aesch. Pr. 93, 177; Soph. O.C. 752, El. 478; Ar. Av. 1671; Plat. verb. es mit λοιδορίαι Rep. IV.425, mit βίαια V.464e; πᾶσαν αἰκίαν αἰκιζόμενοι Ax. 372a; αἰκίας δίκη, Privatklage wegen Realinjurien, Schläge, der ὕβρεως δ. nachstehend; oft bei den Rednern, Dem. 47.7, 40; Mid. 35 ὁπότερος ἦρξε χειρῶν ἀδίκων· τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ αἰκία.
Russian (Dvoretsky)
αἰκία: (κῑ) ἡ
1 тж. pl. жестокое обращение, истязание, насилие, избиение Aesch., Soph., Plat.: ὁ τῆς αἰκίας νόμος Dem. закон о нанесении побоев;
2 бедствие, несчастье Thuc.
Middle Liddell
attic for the ionic ἀεικείη
1. injurious treatment, an affront, outrage, Aesch., etc.
2. in Prose mostly as law-phrase, αἰκίας δίκη an action for assault, less serious than that for ὕβρις, Plat., etc.
Greek Monotonic
αἰκία: [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. ἀεικείη (βλ. αυτ.), άδικη μεταχείριση, απρεπής μεταχείριση, προσβολή, βλάβη, κακοποίηση, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. στους πεζογράφους κυρίως ως δικανικός όρος, αἰκίας δίκη, ιδιωτική καταγγελία για επίθεση, προσβολή, λιγότερο σημαντική από εκείνη που αφορούσε στην ὕβριν, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκία: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς μεταχείρισις, κάκωσις, ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. Κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας δίκη = ἰδιωτικὴ καταγγελία διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν ὁ τῆς βλάβης ἡμῖν νόμος πάλαι, ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) καθόλου, βλάβη, προσβολή, ἀτιμία, Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι αἰκεία, πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.].
English (Woodhouse)
affront, ill treatment, misery, outrage, act of disfiguring, despiteful treatment, ill-treatment, ill-usage, assault and battery
Mantoulidis Etymological
(=κακομεταχείριση, προσβολή). Ἀπό τό αἰκής ἤ ἀεικής (α στερητ. + θ. ϝεικ τοῦ ἔοικα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἰκίζω.