εὐπινής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐπινῶς]] (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>πινής</i>].
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐπινῶς]] (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), [[πρβλ]]. [[δυσπινής]]].
}}
}}

Revision as of 06:44, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπινής Medium diacritics: εὐπινής Low diacritics: ευπινής Capitals: ΕΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: eupinḗs Transliteration B: eupinēs Transliteration C: efpinis Beta Code: eu)pinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος)
A neat, tidy, οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος = no house deprived of a woman can be tidy and prosperous E. Melanipp.Capt.Fr.6.11 (s. v.l.); so perhaps Cratin.414.
II bright, decorative, τὸν χαλκὸν… ἔφασαν… λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. Orib.49.3.5 (Comp.), cf. 7: hence metaph., of the style of ancient writers, elegant, simple, quaint, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat εὐπινὲς et urbanum, Cic.Att. 12.6.3 (Adv. εὐπινῶς ib.15.17.2); as v.l. for ἀπηνής, ἁρμονία D.H.Comp. 22. (εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος, Et.Gud.d, EM395.4: εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον, Phot.)

German (Pape)

ές,
a mit dem Fettschmutze der Palästra wohl überzogen, daher in der Palästra geübt, und übertragen vom Styl, gewandt, sein, Cic. Att. 12.6.3, 15.17.2.
b mit dem Roste des Altertums überzogen, mit altertümlichem Anstrich, einfach und kräftig, im Ggstze zur Zierlichkeit späterer Redekünstler, Dion.Hal. C.V. 22 und öfter; Phot. erkl. τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον. Vgl. ἀρχαιοπινής und εὐπηνής.

Russian (Dvoretsky)

εὐπῐνής: πίνος досл. покрытый патиной, перен. (о стиле) покрытый налетом древности, стародавний, древний Cic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπινής: -ές, (πίνος) ὁ ἱκανὸν πίνον, ἤτοι ῥύπον ἐξ ἐλαίου καὶ κόνεως ἔχων ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐπὶ ἀθλητοῦ ἐν τῇ παλαίστρᾳ, καλῶς γεγυμνασμένος, ῥωμαλέος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 118· ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, χαλκὸς... εὐπινέστερος... τοῦ σιδήρου Ὀρειβάσ. 121 Mai. II. μὲ ἱκανὴν σκωρίαν ἐκ τοῦ χρόνου ἢ τῆς ἀρχαιότητος, κυρίως ἐπὶ ἀρχαίων ἀγαλμάτων· ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλοῦς, ἀφελής, φυσικός, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12. 6, 3· οὕτω δὲ καὶ Ἐπιρρ. -νῶς, αὐτόθι 15. 17, 2· ― περὶ τῆς λέξ. ἴδε Toup. ἐν Λογγίνῳ 30, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 301, 329, Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ.: πρβλ. πίνος, εὐπίνεια, ἀρχαιοπινής, πινόομαι.

Greek Monolingual

εὐπινής, -ές (Α)
1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι
2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός
3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής
4. (για ύφος) απλό, αφελές
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπινές
τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον»
6. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «εὐπινής
εὐειδής».
επίρρ...
εὐπινῶς (Α)
κομψά, με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πινής (< πίνος «ρύπος, ακαθαρσία»), πρβλ. δυσπινής].