τερπνός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> [[réjouissant]], [[agréable]], [[charmant]] ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;<br /><b>2</b> gai, joyeux : [[αὑτῷ]] [[τερπνός]] SOPH <i>litt.</i> qui se plaît à lui-même, <i>càd</i> plein de joie.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> [[réjouissant]], [[agréable]], [[charmant]] ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;<br /><b>2</b> [[gai]], [[joyeux]] : [[αὑτῷ]] [[τερπνός]] SOPH <i>litt.</i> qui se plaît à lui-même, <i>càd</i> plein de joie.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:49, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερπνός Medium diacritics: τερπνός Low diacritics: τερπνός Capitals: ΤΕΡΠΝΟΣ
Transliteration A: terpnós Transliteration B: terpnos Transliteration C: terpnos Beta Code: terpno/s

English (LSJ)

ή, όν, (τέρπω) A delightful, pleasant (Hom. only as v.l., Od.8.45), Thgn.1019 (= Mimn.5.3), Pi.O.6.57, al., A.Ag.143 (lyr.), etc.; τερπνὰ παθών Tyrt.12.38; also in Prose, Democr.211; πρὸς τὸ τερπνόν Th.2.53, cf. Pl.Cra.419d; τὰ τ. delights, pleasures, Isoc.1.21, X.Mem.2.1.23; τὸ τ. enjoyment, Metrod.Fr.47. 2 rarely of persons, αὑτῷ δὲ τερπνός to his own content, S.Aj.967; γέρων τ. Anacreont.37.1. II regul. Comp. τερπνότερος Phld.Oec.p.9 J.: Sup. -ότατος Thgn.256; irreg. τέρπνιστος Call.Fr.256; Adv. -ιστα (or -ίστα[τα]) Id. in PSI11.1218c6. III Adv. τερπνῶς Thgn. 914, S.Fr.583.5.

German (Pape)

[Seite 1094] bei Eur. auch 2 Endgn (s. aber Dind. Eur. I. T. 1495), vergnügend, erfreulich, anmuthig, angenehm, reizend; Hom. nur als v.l., Od. 8, 45; Theogn.; Mimn. 5, 3; oft bei Pind., Ἥβη Ol. 6, 57, τελευτά P. 9, 66, χάρις I. 3, 90, ἄνθεα N. 7, 53, τὰ τερπνὰ καὶ γλυκέα πάντα Ol. 14, 5, u. oft τὸ τερπνόν, wie P. 8, 93 N. 7, 74; τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν, Aesch. Ag. 876; ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236, u. öfter; τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται, Soph. O. C. 621; αὑτῷ δὲ τερπνὸς τέθνηκε, Ai. 946; λόγοισι τερπνοῖς ἀκοῦσαι, Eur. Andr. 290, u. öfter; Plat. neben ἡδύ u. χαρτόν, Prot. 358 a; ἡδοναί, Eur. Suppl. 469; sp. D., die es auch für froh, fröhlich, heiter brauchen, γέρων, Anacr. 37, 1; auch in Prosa: τὰ τερπνά, = ἡδοναί, Isocr. 1, 21; Thuc. 2, 53; τῶν τερπνῶν οὐδενὸς ἄγευστος ἔσῃ, Xen. Mem. 2, 1, 23; Sp. – Compar. sowohl regelmäßig τερπνότερος, Strat. 4 (XII, 4) u. sonst, als unregelmäßig τερπνίστατος, τέρπνιστος, Callim. fr. 256 in VLL.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 réjouissant, agréable, charmant ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;
2 gai, joyeux : αὑτῷ τερπνός SOPH litt. qui se plaît à lui-même, càd plein de joie.
Étymologie: τέρπω.

Russian (Dvoretsky)

τερπνός:
1 приятный, милый (λόγοι Eur.);
2 прелестный (ἄνθεα Pind.);
3 радостный, веселый (γέρων Anacr.): αὑτῷ τ. Soph. радуясь в душе, радостно.

Greek (Liddell-Scott)

τερπνός: -ή, -όν, (τέρπω) εὐφρόσυνος, εὐχάριστος, προξενῶν τέρψιν, εὐάρεστος, χαροποιὸς (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς διάφορ. γραφὴ ἐν Ὀδ. Θ. 45 ἀντὶ τοῦ τέρπειν), Θέογν. 1013, Μίμνερμ. 5. 3, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλπ.· τερπνὰ παθὼν Τυρταῖ. 9. 38· ὡσαύτως, ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, πρὸς τὸ τερπνὸν Θουκ. 2. 53, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C, D· τὰ τερπνά, αἱ τέρψεις, αἱ ἡδοναί, Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 23. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, αὑτῷ δὲ τερπνὸς Σοφ. Αἴ. 967. ΙΙ. ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τερπνότερος, -ότατος, Θέογν. 1062. 256· ἀνώμαλ., τέρπνιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 256. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τερπνῶς, Θέογν. 910, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 5.

English (Slater)

τερπνός (-ός; -ᾶς, -άν, -αῖσι; -όν, -ῷ, -όν, -ά, -ῶν, -ά.) pleasant τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας (O. 6.57) τερπναῖσι θαλίαις (O. 10.76) ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν (P. 9.66) ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.56) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.53) σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν (I. 4.72) ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.13) λόγον τερπνῶν ἐπέων (Pae. 14.34) τῷδ ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc.Πάν) fr. 95. 5. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. n. pro subs., pleasure τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν (O. 8.53) κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν (O. 9.28) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν (O. 13.115) σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς (O. 14.5) ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται (P. 8.93) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.19) εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται (N. 7.74) τερπνὸν ἐφάμερον διώκων (I. 7.40) καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3. δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τερπνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ.
β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» — λέγεται σε περίπτωση κατά την οποία ένα έργο ή μια ενέργεια συνδυάζει ταυτόχρονα το ευχάριστο αποτέλεσμα με το όφελος
αρχ.
1. (για πρόσ.) φαιδρός, εύθυμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπνόν
απόλαυση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τερπνά
οι ηδονές.
επίρρ...
τερπνώς / τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Ν
με τέρψη, με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].

Greek Monotonic

τερπνός: -ή, -όν (τέρπω
1. ευχάριστος, χαρούμενος, ευάρεστος, αυτός που προκαλεί τέρψη, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ τερπνόν, χαρά, ευχαρίστηση, σε Θουκ.· τὰ τερπνά, τέρψεις, ηδονές, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, αὑτῷ τερπνός, με ευχαρίστηση για τον εαυτό του, σε Σοφ. — συγκρ. και υπερθ., τερπνότερος, τερπνότατος, σε Θέογν.· μεταγεν. τέρπνιστος· επίρρ., τερπνῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

τερπνός, ή, όν τέρπω
1. delightsome, delightful, pleasant, agreeable, glad, Theogn., Aesch., etc.; τὸ τερπνόν delight, pleasure, Thuc.; τὰ τερπνά delights, pleasures, Xen.
2. of persons, αὑτῷ τερπνός with joy to himself, Soph.:—comp. and Sup. τερπνότερος, -ότατος, Theogn.; later, -ιστος:—adv. τερπνῶς, Theogn.

English (Woodhouse)

charming, delightful, pleasant, pleasing, extraining

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὐχάριστος). Ἀπό τό ρῆμα τέρπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.