παραλήρημα: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
m (Text replacement - "ἀεσιφροσύνη, ἀεσιφροσύνα" to "ἀεσιφροσύνη, ἀασιφροσύνη") |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[madness]]=== | |trtx====[[madness]]=== | ||
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون; Egyptian Arabic: جنون; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: [[krankzinnigheid]], [[waanzin]]; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: [[folie]]; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: [[Wahnsinn]], [[Verrücktheit]]; Greek: [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]; Ancient Greek: [[ἀεσιφροσύνη]], [[ | Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون; Egyptian Arabic: جنون; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: [[krankzinnigheid]], [[waanzin]]; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: [[folie]]; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: [[Wahnsinn]], [[Verrücktheit]]; Greek: [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]; Ancient Greek: [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἄνοια]], [[ἀπόνοια]], [[ἀποπληξία]], [[ἀποπληξίη]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[διαστροφή]], [[ἐκφροσύνη]], [[ἐνθουσίασις]], [[θεία νόσος]], [[μάνη]], [[μανία]], [[μανίη]], [[μαργότης]], [[μωρία]], [[μωρίη]], [[οἶστρος]], [[παραλήρημα]], [[παράνοια]], [[παράπαισμα]], [[παραπληξία]], [[παραφρόνησις]], [[παραφρονία]], [[παραφροσύνη]], [[παρηρία]], [[παροίνησις]], [[παροινία]], [[παροίστρησις]], [[τὸ ἄφρον]], [[τὸ μανιῶδες]], [[τὸ φρενῶν διαφθαρέν]], [[φοιτὰς νόσος]], [[φρενιτισμός]], [[φρενοβλάβεια]]; Hebrew: שִׁגָּעוֹן, טֵרוּף; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: [[pazzia]], [[follia]]; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: [[vesania]], [[insania]], [[insanitas]], [[vecordia]], [[dementia]], [[amentia]]; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: [[loucura]], [[insanidade]], [[maluquice]], [[malucagem]], [[vesânia]], [[doidice]], [[doideira]]; Romanian: nebunie; Russian: [[безумие]], [[сумасшествие]], [[помешательство]], [[безумство]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: [[locura]]; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 2 February 2023
English (LSJ)
ατος, τό, piece of absurdity, of a person, D.C.59.26.
German (Pape)
[Seite 487] τό, alberne Rede oder Handlung, D. Cass. 59, 26 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραλήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, ἀνοησία, μωρολογία, Δίων Κ. 59. 26.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παραληρώ
η ενέργεια του παραληρώ, ανόητη μωρολογία, παράλογος, ασυνάρτητος λόγος
νεοελλ.
1. ιατρ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια του προσανατολισμού και έναν ιδιόμορφο τύπο διανοητικής συγχύσεως κατά την οποία ο ασθενής κατανοεί ανακριβώς το περιβάλλον του και είναι συνήθως αποτέλεσμα τοξικώσεως ή σωματικής παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει τον εγκέφαλο, όπως είναι ο πυρετός, η καρδιακή ανεπάρκεια ή μια κάκωση της κεφαλής
2. μτφ. κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού ή ομαδικής υστερίας («μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους ηθοποιό καταλήφθηκαν από παραλήρημα»)
3. φρ. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση με τρόμο, σπασμούς, οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις και επιθετικές αντιδράσεις και αποτελεί σύμπτωμα του αλκοολισμού.
Translations
madness
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون; Egyptian Arabic: جنون; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: παραφροσύνη, τρέλα; Ancient Greek: ἀεσιφροσύνη, ἀασιφροσύνη, ἄνοια, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκφροσύνη, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, τὸ ἄφρον, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן, טֵרוּף; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція