νομοθετῶ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νομοθετῶ]], [[νομοθετέω]]) [[νομοθέτης]]<br />[[συντάσσω]] και [[επιβάλλω]] νόμους, [[θεσπίζω]] κανόνες δικαίου, [[θεσμοθετώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(για νόμο) [[ορίζω]] τις διατάξεις σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ορίζω]], [[καθορίζω]] [[κάτι]] με νόμο («εἰ μὴ [[χάριν]] εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῑ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομοθετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[συντάσσω]] νόμους για τον εαυτό μου<br />β) [[θέτω]], [[συντάσσω]] νόμους για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[πολιτεία]]) [[διέπομαι]] από νόμους, έχω νόμους, [[σύστημα]] νόμων<br /><b>3.</b> (το απρόσ.) <i>νενομοθέτηται</i><br />έχει οριστεί με νόμο («[[περί]] ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιορίζω]], [[περιστέλλω]] [[κάτι]] με νόμο («νομοθετεῖν ἡδονάς», Μάξ. Τύρ.).
|mltxt=(ΑΜ [[νομοθετῶ]], [[νομοθετέω]]) [[νομοθέτης]]<br />[[συντάσσω]] και [[επιβάλλω]] νόμους, [[θεσπίζω]] κανόνες δικαίου, [[θεσμοθετώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(για νόμο) [[ορίζω]] τις διατάξεις σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ορίζω]], [[καθορίζω]] [[κάτι]] με νόμο («εἰ μὴ [[χάριν]] εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῖ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομοθετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[συντάσσω]] νόμους για τον εαυτό μου<br />β) [[θέτω]], [[συντάσσω]] νόμους για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[πολιτεία]]) [[διέπομαι]] από νόμους, έχω νόμους, [[σύστημα]] νόμων<br /><b>3.</b> (το απρόσ.) <i>νενομοθέτηται</i><br />έχει οριστεί με νόμο («[[περί]] ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιορίζω]], [[περιστέλλω]] [[κάτι]] με νόμο («νομοθετεῖν ἡδονάς», Μάξ. Τύρ.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:43, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθετῶ Medium diacritics: νομοθετῶ Low diacritics: νομοθετώ Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΩ
Transliteration A: nomothetō̂ Transliteration B: nomothetō Transliteration C: nomotheto Beta Code: nomoqetw=

English (LSJ)

νομοθετέω, pf.
A νενομοθέτηκα Alex.126.13:—frame laws, make laws, Lys.15.9, Pl.R. 534d, etc.; Λακεδαιμονίοις X.Ap.15; ταῖς μοναρχίαις Isoc.2.8; περί τινος Id.11.40; περί τινων Arist.Pol.1294a37; ὑπὲρ ὅλου τοῦ ἐμπορίου D.56.48:—Med., frame laws for oneself, Pl.R. 398b, Tht.177e, etc.:—Pass., of a state, to be furnished with laws, have a code of laws, Id.Lg.701d, 962e, cf.Ep.Hebr.7.11.
II ordain by law, τι Pl.Lg.628d, R.417b; ἐναντία τῷ ὅρκῳ τοῦ δήμου ν. And.4.3: c. inf., enact, τῶν ζῴων ἐστὶν ἃ σέβεσθαι ἐνομοθέτησε Isoc.11.26, cf. POxy.1119.16 (iii A.D.): —in Med., Pl.Lg.736c:—Pass., to be ordained by law, Ep.Hebr.8.6; τὰ καλῶς νενομοθετημένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν βασιλέων OGI329.13 (Aegina, ii B.C.), cf. Luc.Pr.Im.18: impers., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται = it has been so ordained by law, Hdt.2.41; ν. καλὸν [εἶναι] τὸ χαρίζεσθαι Pl.Smp. 182b; ἦν νενομοθετημένον Arist.Pol.1319a11.

French (Bailly abrégé)

νομοθετῶ :
f. νομοθετήσω, ao. ἐνομοθέτησα, pf. νενομοθέτηκα;
donner des lois;
Moy. νομοθετέομαι, νομοθετοῦμαι se donner des lois.
Étymologie: νομοθέτης.

Russian (Dvoretsky)

νομοθετέω:
1 издавать законы, законодательствовать (τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.; περί τινος Isocr. и ὑπέρ τινος Dem.): ἁπλῶς νομοθετήσασθαι Plat. просто (т. е. ясно) определяться законом; ἡ νομοθετουμένη πόλις Plat. получающее законы государство;
2 тж. med. учреждать в законодательном порядке, устанавливать законом (νομοθετήσασθαι ἑορτάς Plat.): νενομοθετημένον ἐστί Arst. установлено законом.

Greek (Liddell-Scott)

νομοθετέω: τίθημι νόμους, Λυσίας 145. 9, Πλάτ. Πολ. 534D, καὶ συχν. ἐν τοῖς Νόμ· τοῖς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἀπολ. 15, κτλ.· ταῖς μοναρχίαις Ἰσοκρ. 16C· περί τινος ὁ αὐτ. 229Β· ὑπέρ τινος Δημ. 1197. 7. - Μέσ., τίθημι νόμους δι’ ἐμαυτόν, σχηματίζω νόμους, Πλάτ. Πολ. 398Β, Θεαίτ. 177Ε, κτλ.· περί τινων Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 11. - Παθ., ἐπὶ κράτους, ἔχω νόμους, ἔχω συλλογήν, σύστημα νόμων, Πλάτ. Νόμ. 962Ε, 701D. ΙΙ. μεταβ., διὰ νόμων ὁρίζω, τι αὐτόθι 628D, Πολ. 417Β, πρβλ. Ἀνδοκ. 29, 14, καὶ ἴδε νομοθετητέον· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 736C· - Παθ., διὰ νόμου ὁρίζομαι, νομοθετοῦμαι, Λουκ. ὑπέρ τῶν Εἰκ. 18· ἀπροσ., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται, οὕτως ἔχει ὁρισθῇ διὰ νόμου, Ἡρόδ. 2. 41· ν. καλὸν (εἶναι) τὸ χαρίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 182Α· νενομοθετημένον ἐστὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 9.

English (Strong)

from νομοθέτης; to legislate, i.e. (passively) to have (the Mosaic) enactments injoined, be sanctioned (by them): establish, receive the law.

English (Thayer)

νομοθέτω: passive, perfect 3rd person singular νενομοθέτηται; pluperfect 3rd person singular νενομοθέτητο (on the omission of the augment see Winer's Grammar, 72 (70); Buttmann, 33 (29)); (νομοθέτης); from (Lysias), Xenophon, and Plato down; the Sept. several times for הורָה;
1. to enact laws; passive laws are enacted or prescribed for one, to be legislated for, furnished with laws (often so in Plato; cf. Ast, Platonic Lexicon, ii., p. 391 (for examples)); ὁ λαός ἐπ' αὐτῆς (R G ἐπ' αὐτῇ) νενομοθέτηται (R G νενομοθέτητο) the people received the Mosaic law established upon the foundation of the priesthood, Winer's Grammar, § 39,1b.; cf. Buttmann, 337 (290); many refer this example (with the genitive) to time (A. V. under it); see ἐπί, A. II.,cf. B. 2a. γ.).
2. to sanction by law, enact: τί, passive Winer's Grammar, and Buttmann, as above).

Greek Monotonic

νομοθετέω: μέλ. -ήσω,
I. θεσπίζω νόμους, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., ορίζω νόμους για τον εαυτό μου, σχηματίζω νόμους, σε Πλάτ.
II. μτβ., ορίζω κάτι μέσω των νόμων· τι, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., απρόσ., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται, έτσι έχει οριστεί από τον νόμο, σε Ηρόδ.

Greek Monolingual

(ΑΜ νομοθετῶ, νομοθετέω) νομοθέτης
συντάσσω και επιβάλλω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου, θεσμοθετώ
μσν.
(για νόμο) ορίζω τις διατάξεις σχετικά με κάτι
μσν.-αρχ.
ορίζω, καθορίζω κάτι με νόμο («εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῖ», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. νομοθετοῦμαι, -έομαι
α) συντάσσω νόμους για τον εαυτό μου
β) θέτω, συντάσσω νόμους για κάποιον
2. παθ. (για πολιτεία) διέπομαι από νόμους, έχω νόμους, σύστημα νόμων
3. (το απρόσ.) νενομοθέτηται
έχει οριστεί με νόμο («περί ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται», Ηρόδ.)
4. περιορίζω, περιστέλλω κάτι με νόμο («νομοθετεῖν ἡδονάς», Μάξ. Τύρ.).

Middle Liddell

νομοθετέω, fut. -ήσω
I. to make law, Plat., Xen., etc.:— Mid. to make laws for oneself, frame laws, Plat.
II. trans. to ordain by law, τι Plat., etc.:—Pass., impers., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται it hath been so ordained by law, Hdt.

Chinese

原文音譯:nomoqetšw 挪摩-帖貼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:律法-安置 相當於: (יׄורֶה‎ / יָרֵא‎ / יָרָה‎)
字義溯源:制定律法,(設)立,頒布律法,由律法裁定,領受律法;源自(νομοθέτης)=立法者);由(νόμος)=律法,分出)與(τίθημι)*=處所,設立)組成,其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編
1) 立的(1) 來8:6;
2) 已領受了律法(1) 來7:11