δυσλόγιστος: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - "δυσξύνετος, σκοτεινός" to "δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός") |
m (Text replacement - "unfassbar; Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος" to "[[unfassbar]...) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[incomprehensible]]=== | |trtx====[[incomprehensible]]=== | ||
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[δυσσύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий | Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ακατανόητος]]; Ancient Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[δυσσύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:42, 28 March 2024
English (LSJ)
δυσλόγιστον,
A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15.
II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.
German (Pape)
[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσλόγιστος:
1 досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2 неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
Greek Monolingual
δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.
Greek Monotonic
δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий