πτερόν: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(13_7_3) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0808.png Seite 808]] τό, 1) <b class="b2">Feder</b>, womit man fliegt ([[πτέσθαι]]),<b class="b2"> Flügel</b>, Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσθην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Uebertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie [[οἰωνός]], Vogelzeichen, οὐκ ἔσθ' [[ὅπως]] οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' [[ἄλσος]], Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν [[πτερόν]], Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται [[πατήρ]], unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς [[οὔριον]] [[πτερόν]], Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch [[πτερόω]]); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine [[σῦριγξ]], Anonym. Bellerm. de mus. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0808.png Seite 808]] τό, 1) <b class="b2">Feder</b>, womit man fliegt ([[πτέσθαι]]),<b class="b2"> Flügel</b>, Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσθην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Uebertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie [[οἰωνός]], Vogelzeichen, οὐκ ἔσθ' [[ὅπως]] οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' [[ἄλσος]], Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν [[πτερόν]], Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται [[πατήρ]], unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς [[οὔριον]] [[πτερόν]], Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch [[πτερόω]]); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine [[σῦριγξ]], Anonym. Bellerm. de mus. 17. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, (πέτομαι, πτέσθαι) mostly in pl.,
A feathers, Od.15.527, Hdt.2.73, etc.: in sg., feather, E.Rh.618, Ar.Ach.584, 1105; πτεροῦ σῦριγξ quill, Hp.Fist.6; τὰ ὦτα πτερῷ κνωμένοις Luc.Salt.2; ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Pl.Ti.91d (cf. Ar.Av.106); ἡ τῶν π. ἀποβολή Pl.Phdr. 246d: prov., πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν π. misery is of varied plumage, i.e. manifold, A.Supp.329; τοῖς αὑτῶν π. ἁλίσκεσθαι to be shot with an arrow feathered from one's own plumes, 'hoist with one's own petard', Id.Fr.139; ἀλλοτρίοις π. ἀγάλλεσθαι pride oneself on 'borrowed plumes', Luc.Pro Merc.Cond.4; κείρευ πτερά 'have your wings clipped', Call.Epigr.47.8. 2 = πτέρυξ, bird's wing, freq. in pl., wings, Il.11.454, Od.2.151, etc. (sg., A.Fr.304.4); οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς Id.Pr.396; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, metaph. from chickens under the hen's wings, Id.Eu.1001 (lyr.); τὰ τέκν' ἔχων ὑπὸ πτεροῖς E.Heracl.10, etc.: as an emblem of speed, ὡσεὶ π. ἠὲ νόημα Od.7.36; πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς E.IT32; δοκεῖτε πηδᾶν τἀδικήματ' εἰς θεοὺς πτεροῖσι; Id.Fr.506; also τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετο he got as it were wings, i.e. spirit, courage, Il.19.386; νωμᾷ δ' ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης (sc. Ἀφροδίτης) πτερόν, ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς her uplifting influence, S.Fr.941.11. 3 wings of a bat, Hdt.2.76; of insects, Arist.HA532a25, PA682b18, al. II any winged creature, as the Sphinx, E.Ph.806 (lyr.); a beetle, Ar.Pax76. 2 omen, πιστὸν ἐξ ὑμῶν π. S.OC97. III anything like wings or feathers: as 1 oars, ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Od.11.125; νηὸς πτερά Hes.Op.628 (unless sails, cf. πτίλον 111.2); ὅπῃ νεὼς στείλαιμ' ἂν οὔριον π. E.Hel.147; σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι Id.Tr.1086 (lyr.): hence conversely, of birds, πτεροῖς ἐρέσσει Id.IT289; πτερῶν εἰρεσίᾳ, of Hermes, Luc.Tim.40. 2 ἀέθλων πτερά, i.e. the crown of victory, which lifts the victor to heaven, Pi.O.14.24, cf.P.9.125. 3 sg., wings of the wind, dub. in S.Fr.23.3. 4 fan or parasol, Com. Adesp.1129. 5 π. ἱέρακος a hawk's wing, worn by the ἱερογραμματεύς in Egypt, D.S.1.87. 6 feathered arrow, E.Hel.76. 7 ploughshare, Lyc. 1072. 8 side-walls of Egyptian temples, Str.17.1.28, Plu.2.359a. b battlements, Procop.Aed.2.8. c portcullis, or drawbridge, in gateways, Sch.E.Ph.114. 9 πτερὰ Θετταλικά were the fluttering corners of a χλαμύς (v. πτέρυξ 11.4), Poll. 7.46.
German (Pape)
[Seite 808] τό, 1) Feder, womit man fliegt (πτέσθαι), Flügel, Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσθην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Uebertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie οἰωνός, Vogelzeichen, οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' ἄλσος, Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν, Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ, unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς οὔριον πτερόν, Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch πτερόω); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine σῦριγξ, Anonym. Bellerm. de mus. 17.
Greek (Liddell-Scott)
πτερόν: τό, (πέτομαι, πτέσθαι) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, πτερόν, Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ κάτω μέρος, ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. καυλός), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν πτερόν, τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ εἶναι ποικίλα, δηλ. ἡ δυστυχία εἶναι πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. ὁμόπτερος)· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς ἁλίσκομαι, τοξεύομαι μὲ βέλος ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, κομπάζω διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = πτέρυξ, πτηνοῦ πτέρυξ («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. ἐξακρίζω)· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 10, κτλ.· ― ὡς σύμβολον ταχύτητος, ὡσεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα Ὀδ. Η. 36· πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· ὡσαύτως, τῷ δ’ εὖτε πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο ὡσεὶ πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε πτίλον ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. τετράπτερος, πολύπτερος. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, οἷον ἡ Σφίγξ, Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ κάνθαρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ οἰωνός, Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν σημεῖον, πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο νικᾶν Πινδ. Π. 9. 220· ― ὡσαύτως, νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ δύναμις αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· οἷον 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. πτερόω), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 (ἔνθα ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. πτίλον ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν οὔριον πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ βραβεῖον, ὁ στέφανος τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ θολία, σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε πτεροφόρης. 6) βέλος ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. πτερόεις, πτέρωμα Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ ἄκρα τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ ἄκρον τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι κυρίως ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, δίπτερος, περίπτερος, πτέρωμα· ― ἐν Αἰγύπτῳ ἔνθα δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται οὕτως οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) εἶδος γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς γέφυρα κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. καθέτης. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε πτέρυξ ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... μέρος χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. χλαμύς. ― Πρβλ. πτέρυξ, πτερύγιον ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.