ῥύομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(sl1)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐρρυόμην, <i>f.</i> ῥύσομαι, <i>ao.</i> ἐρρυσάμην, <i>pf. inus.</i><br />tirer à soi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> retenir : [[ἠῶ]] ἐπ’ Ὠκεανῷ OD retenir l’Aurore dans l’Océan;<br /><b>2</b> tirer d’un danger : τινα, sauver qqn ; τινα ὑπ’ Ἀχαιῶν IL tirer qqn des mains des Grecs, protéger contre les Grecs ; τινα ὑπ’ [[ἐκ]] κακοῦ OD <i>ou</i> [[ἐκ]] θανάτου LUC sauver qqn d’un malheur, de la mort ; <i>avec</i> [[ἀπό]] τινος ; τινα μὴ κατθανεῖν EUR <i>ou</i> τινα [[θανεῖν]] EUR sauver de la mort ; <i>en gén.</i> protéger, défendre, préserver ; <i>avec un suj. de ch.</i> : [[κυνέη]] ῥύεται [[κάρη]] IL un casque protège sa tête ; <i>avec l’acc. de la ch. dont on se libère</i> : ἔργῳ ἀγαθῷ [[τὰς]] αἰτίας THC racheter ses fautes <i>litt.</i> s’en libérer par une noble action;<br /><b>3</b> tirer à l’écart, soustraire aux regards, cacher, voiler, acc.;<br /><b>4</b> écarter, éloigner : [[πᾶν]] [[μίασμα]] SOPH écarter toute souillure.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ἐρύω]], [[ἔρυμαι]].
|btext=<i>impf.</i> ἐρρυόμην, <i>f.</i> ῥύσομαι, <i>ao.</i> ἐρρυσάμην, <i>pf. inus.</i><br />tirer à soi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> retenir : [[ἠῶ]] ἐπ’ Ὠκεανῷ OD retenir l’Aurore dans l’Océan;<br /><b>2</b> tirer d’un danger : τινα, sauver qqn ; τινα ὑπ’ Ἀχαιῶν IL tirer qqn des mains des Grecs, protéger contre les Grecs ; τινα ὑπ’ [[ἐκ]] κακοῦ OD <i>ou</i> [[ἐκ]] θανάτου LUC sauver qqn d’un malheur, de la mort ; <i>avec</i> [[ἀπό]] τινος ; τινα μὴ κατθανεῖν EUR <i>ou</i> τινα [[θανεῖν]] EUR sauver de la mort ; <i>en gén.</i> protéger, défendre, préserver ; <i>avec un suj. de ch.</i> : [[κυνέη]] ῥύεται [[κάρη]] IL un casque protège sa tête ; <i>avec l’acc. de la ch. dont on se libère</i> : ἔργῳ ἀγαθῷ [[τὰς]] αἰτίας THC racheter ses fautes <i>litt.</i> s’en libérer par une noble action;<br /><b>3</b> tirer à l’écart, soustraire aux regards, cacher, voiler, acc.;<br /><b>4</b> écarter, éloigner : [[πᾶν]] [[μίασμα]] SOPH écarter toute souillure.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ἐρύω]], [[ἔρυμαι]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ῥύομαι]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rescue]] [[ἐπεὶ]] ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19)] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα [Δ. 3. 14.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[hinder]] Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]], [[ταί]] μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου [[ἔργον]] ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ῥύομαι]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rescue]] [[ἐπεὶ]] ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19)] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα [Δ. 3. 14.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[hinder]] Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]], [[ταί]] μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου [[ἔργον]] ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
|sltr=[[ῥύομαι]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rescue]] [[ἐπεὶ]] ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19)] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα [Δ. 3. 14.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[hinder]] Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]], [[ταί]] μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου [[ἔργον]] ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
}}
}}

Revision as of 12:38, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύομαι Medium diacritics: ῥύομαι Low diacritics: ρύομαι Capitals: ΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: rhýomai Transliteration B: rhyomai Transliteration C: ryomai Beta Code: r(u/omai

English (LSJ)

   A v. ἐρύω (B). ῥύπα, τά, heterocl. pl. of ῥύπος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 851] (vgl. ἐρύω), fut. ῥύσομαι, aor. ἐῤῥυσάμην; ep. Iterativform des imperf. ῥύσκευ, Il. 24, 730; syncop. aor. ἔρυτο, ῥύατο, ῥῦσθαι, 15, 141; erst Sp. haben auch den aor. pass. ἐῤῥύσθην; – eigtl. Einen an sich ziehen, nämlich aus der Gefahr, daher im wirklichen Sprachgebrauche = aus der Gefahr reißen, d. i. retten, erretten; u. überhaupt schützen; Hom. u. Hes.; c. accus. der Person u. der Sache; Hom. οἵτε πτολίεθρα ῥύονται, Il. 9, 396; ἵνα Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα ῥύοισθε ὑπ' Ἀχαιῶν, vor den Achäern, 17, 224; ἐῤῥύσατο καὶ ἐσάωσεν Ἕκτορα, 15, 290; οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ, Od. 12, 107, aus dem Unglück, vgl. Il. 20, 300; Her. 1, 87; ὑπ' ἠέρος, aus dem Nebel retten, Il. 17, 645; auch τινά τινος, Her. 9, 76; τοῦ μὴ κατακαυθῆναι, 1, 86; νούσου, 4, 187, von einer Krankheit heilen, wie ῥύεο νούσου C. Long. 1 (VI, 191); daher befreien, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην, ihn befrei'te ich von dort, Il. 15, 29; ἐκ δουλοσύνης, Her. 5, 49. 9, 90, wie ῥυσάμενοι πόλιας δουλοσύνης Ep. ad. 144 (App. 168); Ar. Lys. 342 πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσάμεναι Ἑλλάδα καὶ πολίτας, sie befreien vom Kriege; ῥύσασθε δυσάμμορον ἀνέρα λύμης, Ap. Rh. 2, 218; ἐκ πόνων ἄνδρα ἐῤῥύσατο, Pind. P. 12, 19. – Uebh. schirmen, schützen, bewahren, erhalten; von Göttern, die Sterbliche beschirmen, Il. 15, 275 Od. 15, 35 u. sonst; von Fürsten und Anführern, welche ihre Städte und Völker beschützen und vertheidigen, Il. 9, 396, s. oben; von Wachen des Heeres, 10, 417; von Hirten, welche ihre Heerden bewachen, mit φυλάσσειν vrbdn, Od. 14, 107. 17, 201; Pind. I. 7, 53; πόλιν καὶ στρατὸν ῥύεσθε, Aesch. Spt. 285; δαίμονες, οἳ δὴ Κάδμου πύργους τούσδε ῥύεσθε, 806, u. öfter; ῥύου με κἀκφύλασσε, Soph. O. C. 286; O. R. 72; ὄλοιθ' ὅστις μ' ἀπό τε φόνου ἔῤῥυτο κἀνέσωσεν, 1352; ῥῦσαί με πρὸς θεῶν, Eur. Andr. 576; auch von Schutzwaffen, κυνέη ῥύεται κάρη, Il. 10, 259; ἔρυτο γὰρ ἔνδοθι θώρηξ χρόα, 23, 819; von der Schutzmauer der Schiffe, 12, 8; auch verdecken, verhüllen, Od. 6, 129; vgl. Thuc. 5, 63, ῥύσεσθαι ἔργῳ ἀγαθῷ τὰς αἰτίας, er werde die Beschuldigungen mit einer tapfern That bedecken, wieder gut machen, Schol. ἀπολύσειν; zurückhalten, hemmen, Ἠῶ δ' αὖτε ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ, Od. 23, 244; τὸ σῶμα ῥύεται μὴ κατθανεῖν, Eur. Herc. Fur. 197, wie ὃν θανεῖν ἐῤῥυσάμην, Alc. 11, vgl. Or. 598. Auch in späterer Prosa, schützen: ῥύεσθαι τὰς Ῥωμαίων ὄχθας, Hdn. 6, 7, 11; ῥύεσθαι γὰρ αὐτοῖς τὰ σώματα, οὐ μάχεσθαι ἀγαπητόν, 6, 5, 21; ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, Matth. 7, 13; ῥυσθέντες, gerettet, Ev. Luc. 1, 74; ῥυσθῆναι τῆς θυσίας, Heliod. 10, 7. – [Υ braucht Hom. im praes. kurz, wo ein kurzer Vocal folgt, aber Il. 15, 257. 16, 799, wo es den Vers anfängt, lang; im optat. ῥύοιτο ist υ immer lang, Il. 12, 8. 17, 224, wie im fut. Hes. Th. 660, u. gewöhnlich im aor.; nur ῥυσάμην ist kurz, Il. 15, 29; ἔρυτο steht Il. 23, 819, aber mit kurzem υ Hes. Th. 304, wie in ῥύατο, Od. 17, 201 Il. 18, 515; bei den Attik. im fut. u. aor. immer lang. Vgl. noch Buttm. Lexil. I p. 66.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥύομαι: Ἰλ., Ἡρόδ., Τραγ.· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. παρατ. ῥύσκευ ἐκ παραλλήλου τύπου ῥύσκομαι, Ἰλ. Ω. 730· - μέλλ. ῥύσομαι [ῡ] Ἡσ. Θεογ. 662, Ἡρόδ., Τραγικ.· γ΄ πληθ. ῥυσεῦνται Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 112: - ἀόρ. ἐρρῡσάμην Ἰλ., Τραγ., Διον. Ἁλ. 4. 68, κτλ.· ὡσαύτως Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. β΄ (ἔχων τύπον ὑπερσ.) ἔρῡτο (ἴδε κατωτ.), γ΄ πληθ. ῥύατο Ἰλ. Σ. 515, ἔρυντο Θεόκρ. 25. 76· ἀπαρ. ῥῦσθαι Ἰλ. Ο. 141· - ἀποθ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. ἐρρύσθην εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 74, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄ , 17, Ἡλιόδ. 10. 7. (Τὸ ἐνεργ. ῥύω δὲν ἀπαντᾷ, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ ἐρύω, σύρω. Ἀλλὰ τὰ παράγωγα ῥύσιον, ῥυσός, ῥυτήρ, ῥύτωρ, ῥυτόν, ῥυτίς, κτλ. δεικνύουσιν ὅτι τὸ ἐνεργ. ῥύω ὑπῆρχε τοὐλάχιστον κατ’ ἔννοιαν ἂν μὴ κατὰ τύπον· - καὶ ὅτι ἡ ἐνεργ. σημασ. τοῦ ἐρύω μετέπιπτεν ἐνίοτε εἰς τὴν τοῦ ῥύομαι, φαίνεται ἐκ της σημασίας ΙΙΙ, ὡς καὶ ἐκ τῶν λέξεων ῥύσιον, ῥύσιος, ῥυτήρ). [Ὁ Ὅμηρος καὶ οἱ Ἀττικ. ποιηταὶ ἔχουσιν ῠ ἐν τῇ ὁριστικῇ τοῦ ἐνεστ.· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ποιεῖ τὸ υ μακρὸν ἐν τοῖς ῥύομ’ ῥύετ’ ἐν ἀρχῇ στίχου, Ἰλ. Ο. 257, Π. 799· οὕτω, ῥῡομένους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449· - ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀεὶ ῡ ἐν τῇ εὐκτικῇ ῥύοιτο, Ἰλ. Μ. 8, Ρ. 224· ἐν τῷ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. β΄ ῥύατο, Σ. 415, Ὀδ. Ρ. 201· - ῡ ἀεὶ ἐν τῷ μέλλ. ῥύσομαι, Ἡσ. καὶ Ἀττ.· καὶ ἐν τῷ ἀορ. α΄ , οὗ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοῦς τύπους ἐρρύσατο, ῥυσάσθην, ῥύσαιτο, ῥῦσαι, (ῠ μόνον ἅπαξ ἐν τῷ ῥῠσάμην Ἰλ. Ο. 29)· ῡ ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ ἔρῡτο Ψ. 819, Σοφ. Ο. Τ. 1351 (ἐν λυρικ. χωρίοις), ἂν καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 301 ἔχει ἔρῠτο]. Κυρίως, σύρω πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. σύρω ἐκτὸς κινδύνου, λυτρώνω, σῴζω, Ὅμηρ. Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιητ., ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., ἀλλὰ σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ῥ. τινα Ὅμηρ., κλ.· συχνάκις ἕπεται προσδιορισμὸς ἐμπρόθετος, ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ, σῴζειν τινὰ ἐκ .., Ἰλ. Υ. 300, Ὀδ. Μ. 107· ὑπ’ ἠέρος Ἰλ. Ρ. 645, πρβλ. 224· ἐκ πόνων Πινδ. Π. 12.32· ἐκ τοῦ κακοῦ Ἡρόδ. 1. 87, κτλ.· ἐκ χερῶν μιαιφόνων Εὐρ. Ὀρ. 1563· ὡσαύτως, ἀπὸ φόνου Σοφ. Ο. Τ. 1352· ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ς΄, 13· - οὕτω μετὰ γεν., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Ἡρόδ. 1. 86· τινα μάχας Πινδ. Ι. 8 (7), 114· κακῶν μυρίων Εὐρ. Ἄλκ. 77· τόξων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 165· πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Λυσ. 342· μόνον μετ’ ἀπαρ., ῥ. τινα θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 11· τινα μὴ κατθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 197, πρβλ. Ὀρ. 599, Ἡρόδ. 7. 11· - ὡσαύτως, σῴζω ἀπὸ ἀσθενείας, θεραπεύω, ἰῶμαι, ὁ αὐτ. 4. 187· καθόλου, 3. 132. 2) ἀπολυτρώνω, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην Ἰλ. Ο. 29· ἐκ δουλοσύνης Ἡρόδ. 5. 49., 9.90· δουλοσύνης αὐτόθι 76. ΙΙ. καθόλου, προστατεύω, φυλάττω, προφυλάττω, μάλιστα ἐπὶ τῶν προστατῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 257, 290, Αἰσχύλ. Θήβ. 92, κτλ.· καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 509· οὕτως ἐπὶ βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, Ἰλ. Ι. 396· ἐπὶ φυλάκων ἢ φρουρῶν, Κ. 417· ἐπὶ χοιροβοσκῶν, Ὀδ. Ξ. 107, κτλ.· - ἐντεῦθεν ὁ Ὅμηρ. συχνὰ συνάπτει, ῥ. καὶ φυλάσσειν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῥ. καὶ σαῶσαι Ἰλ. Ο. 290· οὕτως, ἀρήγειν καὶ ῥ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 232· ῥύου με κἀκφύλασσε Σοφ. Ο. Κ. 285. 2) συχν. παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, καλύπτω, προασπίζω, προφυλάττω, Ἰλ. Κ. 259, Π. 799, κτλ.· ἐπὶ τείχους, Μ. 8. 3) ἄνευ ἐννοίας τινὸς ὑπερασπίσεως, ἁπλῶς, καλύπτω, προκαλύπτω, Ὀδ. Ζ. 129. 4) παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 312, 313, ἡ λέξις κεῖται ἐπὶ διπλῆς σημασίας, ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ’ ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσον σεαυτὸν καὶ τὴν πόλιν καὶ ἐμέ, - καὶ ἀπάλλαξον ἡμᾶς ἐκ παντὸς μιάσματος...· - ἡ τελευταία δὲ αὕτη χρῆσις τοῦ ῥήματ. τούτου ὁμοιάζει πρὸς τὴν παρὰ Θουκ. 5. 63, ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, νὰ ἀφαιρέσῃ, ἀναιρέσῃ τὰς κατηγορίας δι’ ἔργου ἀγαθοῦ· οὕτω, πάντα ταῦτα ... ῥύσομαι, θὰ ἀποκρούσω, Εὐρ. Ι. Α. 1383· ῥ. καμάτους Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 853. 6. ΙΙΙ. σύρω ὀπίσω, κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, Ἠῶ ῥύσατ’ ἐπ’ ὠκεανῷ, «ἐκώλυσεν» (Ἡσύχ.), Ὀδ. Ψ. 244· νόστον ἐρυσσάμενοι Πινδ. Ν. 9. 55. IV. ἀποκρούω, ἀπομακρύνω, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 114. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 277 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐρρυόμην, f. ῥύσομαι, ao. ἐρρυσάμην, pf. inus.
tirer à soi, d’où
1 retenir : ἠῶ ἐπ’ Ὠκεανῷ OD retenir l’Aurore dans l’Océan;
2 tirer d’un danger : τινα, sauver qqn ; τινα ὑπ’ Ἀχαιῶν IL tirer qqn des mains des Grecs, protéger contre les Grecs ; τινα ὑπ’ ἐκ κακοῦ OD ou ἐκ θανάτου LUC sauver qqn d’un malheur, de la mort ; avec ἀπό τινος ; τινα μὴ κατθανεῖν EUR ou τινα θανεῖν EUR sauver de la mort ; en gén. protéger, défendre, préserver ; avec un suj. de ch. : κυνέη ῥύεται κάρη IL un casque protège sa tête ; avec l’acc. de la ch. dont on se libère : ἔργῳ ἀγαθῷ τὰς αἰτίας THC racheter ses fautes litt. s’en libérer par une noble action;
3 tirer à l’écart, soustraire aux regards, cacher, voiler, acc.;
4 écarter, éloigner : πᾶν μίασμα SOPH écarter toute souillure.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω, ἔρυμαι.

English (Slater)

ῥύομαι
   1 rescue ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19)] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα [Δ. 3. 14.
   2 hinder Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)

English (Slater)

ῥύομαι
   1 rescue ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19)] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα [Δ. 3. 14.
   2 hinder Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)