δόρπον: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δόρποιο <i>h.Cer</i>.129, A.R.2.307, Orph.<i>A</i>.406]<br /><b class="num">1</b> [[cena]], [[ἅμα]] δ' ἠελίῳ καταδύντι τεύξεσθαι μέγα δ. <i>Il</i>.19.208, cf. 24.444, <i>Od</i>.4.429, 12.439, Pi.<i>O</i>.10.47, S.<i>Fr</i>.734, Hp. en Gal.19.93 (pero cf. [[δόρπιον]]), A.R.1.1173, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.<i>Fr</i>.182.3, cf. Sch.<i>Od</i>.2.20, καλέσαι δε αὐτοὺς ἐπὶ τὸν δόρπον τὸν ἀποδεδειγμένον ὑπὸ τοῦ δήμου <i>IM</i> 82.40 (III/II a.C.).<br /><b class="num">2</b> gener. [[comida]] ἐμοὶ οὐ δόρποιο ... ἤρατο θυμός <i>h.Cer</i>.l.c., cf. D.P.1048, βούλει παραθῶ σοι δ. Ar.<i>Eq</i>.52, ἐπεὶ δόρποιο κορέσσαντ' ἠδὲ ποτῆτος A.R.2.307, cf. <i>h.Ap</i>.511, Call.<i>Fr</i>.312, Theoc.24.139, <i>AP</i> 11.9 (Leon.), 9.551 (Antiphil.), Lyc.471, Ath.12e, Opp.<i>H</i>.1.26, <i>C</i>.3.49, Q.S.4.278, <i>AP</i> 14.134 (Metrod.), Nonn.<i>D</i>.25.572, Orph.l.c., <i>AP</i> 11.60 (Paul.Sil.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Si mic. <i>do-qe-ja</i>, <i>do-qe-u</i>, <i>do-qo-no</i> son deriv. de esta palabra, podría proceder de *<i>dork<sup>u̯</sup>om</i> y rel. c. alb. <i>darkë</i> ‘(comida de la) tarde’. | |dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δόρποιο <i>h.Cer</i>.129, A.R.2.307, Orph.<i>A</i>.406]<br /><b class="num">1</b> [[cena]], [[ἅμα]] δ' ἠελίῳ καταδύντι τεύξεσθαι μέγα δ. <i>Il</i>.19.208, cf. 24.444, <i>Od</i>.4.429, 12.439, Pi.<i>O</i>.10.47, S.<i>Fr</i>.734, Hp. en Gal.19.93 (pero cf. [[δόρπιον]]), A.R.1.1173, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.<i>Fr</i>.182.3, cf. Sch.<i>Od</i>.2.20, καλέσαι δε αὐτοὺς ἐπὶ τὸν δόρπον τὸν ἀποδεδειγμένον ὑπὸ τοῦ δήμου <i>IM</i> 82.40 (III/II a.C.).<br /><b class="num">2</b> gener. [[comida]] ἐμοὶ οὐ δόρποιο ... ἤρατο θυμός <i>h.Cer</i>.l.c., cf. D.P.1048, βούλει παραθῶ σοι δ. Ar.<i>Eq</i>.52, ἐπεὶ δόρποιο κορέσσαντ' ἠδὲ ποτῆτος A.R.2.307, cf. <i>h.Ap</i>.511, Call.<i>Fr</i>.312, Theoc.24.139, <i>AP</i> 11.9 (Leon.), 9.551 (Antiphil.), Lyc.471, Ath.12e, Opp.<i>H</i>.1.26, <i>C</i>.3.49, Q.S.4.278, <i>AP</i> 14.134 (Metrod.), Nonn.<i>D</i>.25.572, Orph.l.c., <i>AP</i> 11.60 (Paul.Sil.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Si mic. <i>do-qe-ja</i>, <i>do-qe-u</i>, <i>do-qo-no</i> son deriv. de esta palabra, podría proceder de *<i>dork<sup>u̯</sup>om</i> y rel. c. alb. <i>darkë</i> ‘(comida de la) tarde’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δόρπον]], το και [[δόρπος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[γεύμα]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dork</i><sup>w</sup>--<i>ο</i> και συνδέεται με αλβ. τ. <i>darke</i>. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική [[είναι]] ο τ. [[επιδόρπιο]] του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. [[δόρπον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[δείπνο]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, in Hom.,
A evening meal, Od.12.439; taken at sunset, Il.19.208, Od.4.429, Pi.O.10(11).47; ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.3, cf. Sch.Od.2.20.—In later Ep., generally, meal, food, h.Ap.511, A.R.2.304, Q.S.4.278, Opp.H.1.26 (pl.); δόρποιο ποτοῦ θ' ἅλις Orph.A.406.
German (Pape)
[Seite 659] τό, Nebenform ὁ δόρπος, s. unten besonders; das Abendessen, und allgemeiner = die Mahlzeit; nach einer antiken Etymologie von δόρυ παύειν; besser vielleicht von δρέπω, = das Abgebrochene, das Abgetheilte, die Portion, vgl. δαίς. Bei Homer, welcher das Wort δόρπον oft hat, finden sich folgende Formen: δόρποιο, δόρπου, δόρπῳ Odyss. 18, 44, δόρπον accusativ., δόρπα accusativ. Iliad. 8, 503. 9, 66. 88 (v. l. δόρπον, Zenodot τίθεντο δὲ δαῖτα θάλειαν. Aristarch δόρπα, s. Scholl. Didym.). 24, 444. Dies δόρπα kann sowohl accus. plural. als accus. singular. sein. Als Neutrum erscheint der singular. deutlich Iliad. 19, 208 τεύξεσθαι μέγα δόρπον. Das Wort bezeichnet bei Homer das Abendessen, die letzte der drei Mahlzeiten des Tages: ἄριστον, δεῖπνον, δόρπον. Die Attische Prosa nennt das Frühstück ἀκράτισμα, das Mittagessen ἄριστον, das Abendessen δεῖπνον, und setzt so das Wort δόρπον außer Gebrauch. Vgl. z. B. Apollon. Lex. Homer. p. 60, 5 δόρπον τὸν καθ' ἡμᾶς δεῖπνον. Sehr schlechte Lesart δόρπον statt δεῖπνον Odyss. 9, 311; etwas zweifelhafter ist die Entscheidung zwischen den Lesarten δεῖπνον und δόρπον Odyss. 10, 116, vgl. Scholl.; über die Stellen Iliad. 11, 86. 730 Odyss. 4, 61 s. s. v. δεῖπνον, welcher Artikel überhaupt im Allgemeinen zu vergleichen ist; Lehrs Aristarch p. 132. – Bei sp. D. übh. = Mahlzeit; Aristoph. Eq. 52; – Qu. Sm. 4, 277; Opp. H. 1, 26; sogar das Frühmahl, H. h. A. 511; Opp. C. 1, 132; neben ποτής für Speise, Ap. Rh. 3, 301; Orph. Arg. 408; Nie. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δόρπον: τό, (ἴσως μεταφ. ἐκ τοῦ δρέπω)· ― παρ’ Ὁμ. = τὸ ἑσπερινὸν φαγητὸν, Λατ. coena, ἴδε Ὀδ. Μ. 439, ὅπερ ἐλάμβανον κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Τ. 201, πρβλ. Ὀδ. Δ. 429· ― ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 168 διακρίνεται ὡς τὸ τελευταῖον τῶν τριῶν φαγητῶν, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ’ αἱρεῖσθαι τρίτα, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸν Σχολ. Ὀδ. Β. 20. ― Παρὰ μεταγεν. Ἐπ., καθόλου, τροφή, φαγητόν, Ὕμν.· Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 511. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 301· συμπόσιον (ἴδε λύσις ΙΙΙ), Πίνδ. Ο. 10 (11). 57. ― Δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. πιθανῶς διότι ἐν Ἀθήναις ἦτο συνήθεια νὰ λαμβάνωσι μόνον δύο τακτικὰ φαγητά, ἄριστον καὶ δεῖπνον, ἴδε ἐν λ. δεῖπνον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
repas du soir, souper.
Étymologie: R. Δερπ, cf. δρέπω.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον.
English (Autenrieth)
evening meal or meal-time, supper; pl., δόρπα, Il. 8.503.
English (Slater)
δόρπον
1 meal τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. Ἡρακλέης· τὸ χωρίον καταλυτήριον ἔταξεν εἶναι τῶν ἀγωνιζομένων εἰς εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Morfología: [gen. δόρποιο h.Cer.129, A.R.2.307, Orph.A.406]
1 cena, ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι τεύξεσθαι μέγα δ. Il.19.208, cf. 24.444, Od.4.429, 12.439, Pi.O.10.47, S.Fr.734, Hp. en Gal.19.93 (pero cf. δόρπιον), A.R.1.1173, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.3, cf. Sch.Od.2.20, καλέσαι δε αὐτοὺς ἐπὶ τὸν δόρπον τὸν ἀποδεδειγμένον ὑπὸ τοῦ δήμου IM 82.40 (III/II a.C.).
2 gener. comida ἐμοὶ οὐ δόρποιο ... ἤρατο θυμός h.Cer.l.c., cf. D.P.1048, βούλει παραθῶ σοι δ. Ar.Eq.52, ἐπεὶ δόρποιο κορέσσαντ' ἠδὲ ποτῆτος A.R.2.307, cf. h.Ap.511, Call.Fr.312, Theoc.24.139, AP 11.9 (Leon.), 9.551 (Antiphil.), Lyc.471, Ath.12e, Opp.H.1.26, C.3.49, Q.S.4.278, AP 14.134 (Metrod.), Nonn.D.25.572, Orph.l.c., AP 11.60 (Paul.Sil.).
• Etimología: Si mic. do-qe-ja, do-qe-u, do-qo-no son deriv. de esta palabra, podría proceder de *dorku̯om y rel. c. alb. darkë ‘(comida de la) tarde’.
Greek Monolingual
δόρπον, το και δόρπος, ο (Α)
1. δείπνο
2. γεύμα, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. dorkw--ο και συνδέεται με αλβ. τ. darke. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική είναι ο τ. επιδόρπιο του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. δόρπον (βλ. και λ. δείπνο)].