ἀναδέχομαι: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(T22) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ἀνεδεξάμην; from [[Homer]] [[down]]; to [[take]] up, [[take]] [[upon]] [[oneself]], [[undertake]], [[assume]]; [[hence]], to [[receive]], [[entertain]] anyone [[hospitably]]: τάς ἐπαγγελίας, i. e. to [[embrace]] [[them]] [[with]] [[faith]], Hebrews 11:17. | |txtha=1st aorist ἀνεδεξάμην; from [[Homer]] [[down]]; to [[take]] up, [[take]] [[upon]] [[oneself]], [[undertake]], [[assume]]; [[hence]], to [[receive]], [[entertain]] anyone [[hospitably]]: τάς ἐπαγγελίας, i. e. to [[embrace]] [[them]] [[with]] [[faith]], Hebrews 11:17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἀναδέχομαι]])<br />[[αναλαμβάνω]] την [[υποχρέωση]] για [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[εγγυητής]], εγγυώμα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δέχομαι]] στην [[αγκαλιά]] μου το βαπτιζόμενο [[βρέφος]] από την κολυμπήθρα, [[γίνομαι]] [[ανάδοχος]], [[νονός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]], [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]]<br /><b>2.</b> [[υποκύπτω]], [[υπόκειμαι]]<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[δέχομαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>5.</b> [[αναλαμβάνω]] να πω ή να [[κάνω]] [[κάτι]], την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], ή να ικανοποιήσω κάποιον<br /><b>6.</b> [[παίρνω]] [[πίσω]]<br /><b>7.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέχομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναδοχή]], [[ανάδοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀναδοχεύς]], <b>μσν.</b> [[ἀναδεξιμαῖος]], <b>νεοελλ.</b> [[αναδέκτης]] [[αναδεκτός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -δέξομαι: aor. ἀνεδεξάμην, Ep. aor. ἀνεδέγμην (v. infr.): pf. Pass. ἀναδέδεγμαι:—
A take up, catch, receive, σάκος δ' ἀνεδέξατο πολλά (sc. δόρατα) Il.5.619; ἀ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim.4; βέλη τῷ σώματι Marc.10. 2 receive, entertain as a guest, Act.Ap.28.7. II take upon oneself, submit to, ἀνεδέγμεθ' ὀϊζύν Od.17.563, cf. Archil.60; ἁμαρτήματα D.19.36; πόλεμον Plb.1.88.12; ἀπέχθειαν Plu.Eum.6; ἀ. τι ἐφ' ἑαυτόν D.22.64, cf. Din.1.3: abs., acknowledge one's evidence, of an absent witness, D.46.7. 2 accept, receive, ἀγγελίαν Pi.P.2.41 (al. -δείξατ') ; λουτρὰ . . μητρὸς ἀνεδέξω πάρα E IT818; χορηγίας, ἡγεμονίαν, Plu.Arist.1,23; τὸν κλῆρον Cic.43; τῶν σωμάτων τὰ μανὰ ἀ. θερμότητα Cat.Mi.61 (dub.); accept a statement, Them.in Ph.77.8. 3 admit of, κλίσιν, ἀριθμόν A.D. Pron.29.9, al.; σχέσιν πρός τι Procl.Inst.122. 4 undertake to say or do, c. fut. inf., Hdt.5.91, X.Cyr.6.1.17, etc.: c. aor. inf., Plu. Arist.14. b undertake, c. acc., S.Ichn.157; ὅσα ὑπισχνεῖτο καὶ ἀνεδέχετο D.35.7; take upon oneself, αἰτίαν Pl.Hp.Mi.365d; πρεσβείας, κινδύνους, OGI339.20 (Sestos, ii B. C.), 441.9 (Stratonicea, i B. C.). 5 give security to one, τινί Th.8.81; τινί τι Plb. 11.25.9; go bail for, τινά Thphr.Char.12.4; τινὰ τῶν χρημάτων Plb.5.16.8; ἀ. τοὺς δανειστάς undertake to satisfy them, Plu.Caes.11; ἀ. τὴν πίστιν ὑπέρ τινος Id.Phoc.14: abs., Leg.Gort.9.24,41. 6 take back, D.59.58. 7 experience, suffer, πάθος, ταραχάς, Phld.Ir.p.82 W., D.1.13; σῆψιν Aët.13.3. III wait for, Plb.1.52.8.
German (Pape)
[Seite 186] (f, δέχομαι), aufnehmen, auffangen, σἀκος ἀνεδέξατο δούρατα Il. 5, 619; πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plut. Timol. 4; βέλη τῷ σώματι Marc. 10; εἰς τὴν πόλιν Cat. min. 51; oft in sich aufnehmen, z. B. θερμότητα Cat. min. 61;– absol. sc. λόγον, das Wort nehmen, Pol. 18, 20; – auf sich nehmen, a) ertragen, ὀιζύν Od. 17. 563; ἀλλοτρίαις βλάβαις τὰς ἤττας Plut. Timol. 28; πολιορκίαν Pol. 2, 61, oft. – b) zu thun versprechen, gew. mit folg. inf. fut.; Her. 5, 91; Xen. Cyr. 6, 1, 17; ἀγγελίαν Pind. P. 2, 41; ohne Zusatz, Thuc. 8, 81; πόλεμον πολεμήσειν Dem. 2. 7; öfter bei Pol., der auch ἀναδέξασθαι τοῖς στρατιώταις τὴν τῶν ὀψωνίων ἀπόδοσιν sagt, 11, 25; dah. Bürge werden, τινὰ χρημάτων 5, 16; Theophr. char. 12; bes. eigtl. εἰς oder ἐφ' ἑαυτόν, Pol. 8, 17; Plut. Crass. 21; übernehmen, ein Amt, στρατηγίαν, χορηγίαν, Plut. Arist. 1, 23, oft; τὸν κλῆρον, die Erbschaft antreten, Plut. Cic. 43. – c) αἰτίαν, eine Schuld auf sich nehmen, Plat. Hipp. min. 365 d; ἁμαρτήματα, πρᾶγμα, Dem. 19, 37. 45, 18; absolut, sich wozu bekennen, 46, 7. – d) erwarten, Pol. 1, 52, τινά; abwarten, τί, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέχομαι: μέλλ. -δέξομαι, ἀόρ. ἀνεδεξάμην, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεδέγμην: πρκμ. ἀναδέδεγμαι, (ἴδε δέχομαι): ἀποθ., λαμβάνω, δέχομαι· σάκος δ’ ἀναδέξατο πολλὰ [ἐνν. δόρατα] Ἰλ. Ε. 619· ἀναδ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Πλουτ. Τιμολ. 4· βέλη τῷ σώματι ὁ αὐτ. Μάρκελλ. 10. ΙΙ. λαμβάνω ἢ δέχομαι ἐπάνω μου, παραδέχομαι ὑποκύπτω, ἀναδέχομαι, ἀνεδέγμεθ’ ὀϊζύν, «ἀνεδεξάμεθα» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 563, πρβλ. Ἀρχίλ. 60, Πινδ. ΙΙ. 2. 77· οὕτως, ἀν. τὴν αἰτίαν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 365D· πόλεμον Πολύβ. 1. 88, 12· ἀπέχθειαν Πλάτ., κτλ. καὶ πλῆρες· ἀν. τι ἐφ’ ἑαυτὸν Δημ. 613. 5, πρβλ. 352. 18: - ἀπολ., ἀναγνωρίζω γεγονός τι, παραδέχομαι, ὁ αὐτ. 1131. 2. 2) ἀποδέχομαι, δέχομαι, λουτρὰ ... μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; Εὐρ. Ι. Τ. 818· χορηγίαν, ἡγεμονίαν Πλουτ. Ἀριστείδ. 1. 23, κτλ., τὸν κλῆρον ὁ αὐτ. Κικ. 43· ἀν. θερμότητα ὁ αὐτ. Κάτ. νεώτ. 61. 3) ἀναλαμβάνω νὰ εἴπω ἢ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., Ἡρόδ. 5. 91, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17· μετ’ ἀπαρ. ἀορ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 14· ἀπολ., Δημ. 925. 13.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναδέξομαι, ao. ἀνεδεξάμην, pf. ἀναδέδεγμαι;
1 recevoir sur : δούρατα IL recevoir des traits sur (sa surface), en parl. d’un bouclier ; πληγὰς εἰς τὸ σῶμα PLUT, βέλη τῷ σώματι PLUT recevoir des coups, des traits sur le corps;
2 fig. subir, supporter : ὀϊζύν OD un malheur;
3 prendre sur soi, se charger de ; s’engager à, promettre de avec l’inf. ; ἀν. τινι THC se porter garant auprès de qqn;
4 recevoir par succession, recevoir à son tour : κλῆρον, ἡγεμονίαν un héritage, un commandement.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.
English (Autenrieth)
aor. 1 ἀνεδεξάμην, sync. aor. 2 ἀνεδέγμην: receive, Il. 5.619; metaph., undergo, ὀιζύν, Od. 17.563.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀνδέχομαι Pi.P.2.41; cret. ἀνδεκσ- ICr.4.72.9.24 (V a.C.); jón. ἀναδεκ- Hdt.5.91
• Morfología: [aor. ép. ἀνεδέγμην Od.17.563]
A Ic. ac. de cosa (n. concr.) c. suj. de cosa recibir σάκος δ' ἀνεδέξατο πολλά (δούρατα) Il.5.619, λίμνη τε κελαινὴ ἀνδέχεται (ἀργυροειδὲς ὕδος) Orph.A.1133
•c. suj. pers. recibir en el propio cuerpo λούτρ' ἐς Αὗλιν μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; E.IT 818, πληγάς Plu.Tim.4, τὰ πλεῖστα τῶν ... βελῶν Plu.Marc.10
•recibir en gener. τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ' ἀγγελίαν Pi.l.c., c. idea de propiedad τόν τε κλῆρον ἀ. recibir la herencia Plu.Cic.43, τὸν ὁλοκόττινον PSI 226.5 (IV a.C.)
•tb.
II c. ac. de n. abstr. y nombres de acción
1 c. suj. pers. aceptar, asumir, tomar sobre sí ὀϊζύν Od.17.563, τὴν αἰτίαν Pl.Hp.Mi.365d, τὰς ἰδίας τούτων δωροδοκίας Din.1.3, τὸν πόλεμον Plb.1.88.12, πρεσβείας OGI 339.21 (II a.C.), κινδύνους OGI 441.9 (Estratonicea I a.C.), χορηγίας Plu.Arist.1, ἡγεμονίαν Plu.Arist.23, τίμημα PLeit.8.3 (III a.C.), cf. POsl.57.6 (III a.C.), POxy.71.1.16 (IV a.C.), PCair.Isidor.82.5, 8 (IV a.C.)
•aceptar la responsabilidad τὰς πράξεις Isoc.15.129, πάντ' ἀναδεχόμενος D.19.36, cf. 22.64, 35.7, Is.3.18
•abs. S.Fr.314.163, D.46.7
•dar por buena una afirmación δυοῖν ἀτόποιν θάτερον ἀ. Them.in Ph.77.8
•c. inf. comprometerse παρέξειν Hdt.5.91, φρουρήσειν X.Cyr.6.1.17, cf. Plu.Cic.43, Arist.14, PHib.58.9 (III a.C.).
2 c. suj. pers. en sent. desfavorable tolerar, soportar ὑπὲρ αὐτῶν ἀνεδέξατο πολλάκις ἀπεχθείας πολλάς Plu.Eum.6, πάθος Phld.Ir.p.82, σῆψιν Aët.13.3.
3 c. suj. no pers. admitir, ser susceptible de, estar sometido a πολλὰς ἑτεροιώσεις καὶ πάθη de las cosas transitorias, Arist.Mu.400a24, κλίσιν καὶ ἀριθμόν A.D.Pron.29.9, σχέσιν Procl.Inst.122.
III c. ac. de pers.
1 acoger Ποπλίῳ, ὃς ἀναδεξάμενος ἡμᾶς ... ἐξένισεν Act.Ap.28.7
•hacerse cargo de, adoptar οὐχ ἑκὼν ἀνεδέξατο τὸν παῖδα D.59.58
•esperar τούς τε κατὰ πλοῦν ἀφυστεροῦντας Plb.1.52.8.
2 salir fiador de αὐτόν Thphr.Char.12.4, τὸν Μεγαλέαν Plb.5.16.8, τὸν Αὐρήλιον Stud.Pal.20.121.9
•comprometerse a dar satisfacción τοὺς μάλιστα χαλεποὺς ... τῶν δανειστῶν Plu.Caes.11
•abs. hacerse fiador, actuar de garante, ICr.4.72.9.24, 41 (V a.C.).
IV c. ac. de cosa y dat. de pers. garantizar ἀ. τοῖς στρατιώταις τὴν τῶν ὀψωνίων ἀπόδοσιν Plb.11.25.9, cf. ἀνεδέξατο τὴν πίστιν ὑπὲρ αὐτοῦ asumió la garantía de él ante la ciudad Plu.Phoc.14
•en v. med. c. dat. de pers. solamente εἰ σῶς αὐτὸς κατελθῶν αὐτῷ ἀναδέξαιτο si él fuera restaurado (en su patria) sano y salvo y se le dieran garantías Th.8.81.
B recuperar el uso de los miembros MAMA 4.266 (Dionisópolis).
English (Strong)
from ἀνά and δέχομαι; to entertain (as a guest): receive.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεδεξάμην; from Homer down; to take up, take upon oneself, undertake, assume; hence, to receive, entertain anyone hospitably: τάς ἐπαγγελίας, i. e. to embrace them with faith, Hebrews 11:17.
Greek Monolingual
(Α ἀναδέχομαι)
αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα
μσν.- νεοελλ.
δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός
αρχ.
1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι
2. υποκύπτω, υπόκειμαι
3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι
4. δέχομαι, αποδέχομαι
5. αναλαμβάνω να πω ή να κάνω κάτι, την ευθύνη για κάτι, ή να ικανοποιήσω κάποιον
6. παίρνω πίσω
7. αναμένω, περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέχομαι.
ΠΑΡ. αναδοχή, ανάδοχος
αρχ.
ἀναδοχεύς, μσν. ἀναδεξιμαῖος, νεοελλ. αναδέκτης αναδεκτός].