ὑποβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποβιβάζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να κατέβει χαμηλότερα, [[χαμηλώνω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μειώνω]] τη [[σημασία]] προσώπου ή πράγματος, του [[αποδίδω]] κατώτερη [[αξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[τοποθετώ]] κάποιον σε κατώτερη [[βαθμίδα]] ή [[θέση]] ή σε κατώτερο [[αξίωμα]] («τον υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] σε κατώτερη [[μοίρα]], [[ταπεινώνω]] («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φάρμακο]]) [[εκβάλλω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κενώνω]] με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> <i>ὑποβιβάζομαι</i><br />(για [[άλογο]]) [[λυγίζω]] τα γόνατα, [[χαμηλώνω]] για να ανέβει ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[σειρά]] αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική [[πορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[προχωρώ]]»].
|mltxt=[[ὑποβιβάζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να κατέβει χαμηλότερα, [[χαμηλώνω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μειώνω]] τη [[σημασία]] προσώπου ή πράγματος, του [[αποδίδω]] κατώτερη [[αξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[τοποθετώ]] κάποιον σε κατώτερη [[βαθμίδα]] ή [[θέση]] ή σε κατώτερο [[αξίωμα]] («τον υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] σε κατώτερη [[μοίρα]], [[ταπεινώνω]] («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φάρμακο]]) [[εκβάλλω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κενώνω]] με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> <i>ὑποβιβάζομαι</i><br />(για [[άλογο]]) [[λυγίζω]] τα γόνατα, [[χαμηλώνω]] για να ανέβει ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[σειρά]] αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική [[πορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[προχωρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[ὑποβαίνω]], [[φέρνω]] [[κάτω]], [[κατεβάζω]] — Μέσ., [[χαμηλώνω]], [[σκύβω]] λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για [[άλογο]] που χαμηλώνει, κλίνει προς τα [[κάτω]] για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβῐβάζω Medium diacritics: ὑποβιβάζω Low diacritics: υποβιβάζω Capitals: ΥΠΟΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: hypobibázō Transliteration B: hypobibazō Transliteration C: ypovivazo Beta Code: u(pobiba/zw

English (LSJ)

Causal of ὑποβαίνω,

   A draw or bring down: Medic., carry off downwards, i. e. by purging, ὑ. τὰ χολώδη Dsc.3.30, cf. Antyll. ap. Orib.6.6.1.    II Med., stoop or crouch down, of a horse that lowers itself to take up the rider, X.Eq.6.16, Poll.1.213; cf. ὑπόβασις 11.    III lower, humble, Hsch., Phot., Suid.    IV Music., transpose lower, opp. ὑπερβ., Theo Sm.p.92 H.    V Pass., of numbers, to be in a descending series, Iamb. in Nic.p.53 P.

German (Pape)

[Seite 1211] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβῐβάζω: μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ ὑποβαίνω, φέρω κάτω, καταβιβάζω· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω κάτωθεν, δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου ὅστις χαμηλώνει ἑαυτὸν ὅπως δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «διδακτέον δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, Πολυδ. Α΄, 213· πρβλ. ὑπόβασις ΙΙ. ΙΙΙ. ὑποκαταβαίνω, ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.

French (Bailly abrégé)

faire descendre ; particul. t. de méd. faire couler par le bas;
Moy. ὑποβιβάζομαι se baisser en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier.
Étymologie: ὑπό, βιβάζω.

Greek Monolingual

ὑποβιβάζω ΝΜΑ
1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω
2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, του αποδίδω κατώτερη αξία
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τον υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)
2. βάζω σε κατώτερη μοίρα, ταπεινώνω («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)
αρχ.
1. (σχετικά με φάρμακο) εκβάλλω προς τα κάτω, κενώνω με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», Διοσκ.)
2. μεσ. ὑποβιβάζομαι
(για άλογο) λυγίζω τα γόνατα, χαμηλώνω για να ανέβει ο αναβάτης
3. παθ. (για σειρά αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βιβάζω «προχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑποβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του ὑποβαίνω, φέρνω κάτω, κατεβάζω — Μέσ., χαμηλώνω, σκύβω λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για άλογο που χαμηλώνει, κλίνει προς τα κάτω για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν.