παρεκτός: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεκτός:''' επίρρ., [[πέραν]] ή [[εκτός]] από, με γεν., σε Καινή Διαθήκη· απόλ., τὰ [[παρεκτός]], πράγματα εξωτερικά, στο ίδ. | |lsmtext='''παρεκτός:''' επίρρ., [[πέραν]] ή [[εκτός]] από, με γεν., σε Καινή Διαθήκη· απόλ., τὰ [[παρεκτός]], πράγματα εξωτερικά, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεκτός:''' praep. [[cum]] gen. кроме, сверх (τινος NT): τὰ π. NT прочее. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A besides or except for a thing, c. gen., Ev.Matt.5.32, Act.Ap.26.29. II abs., χωρὶς τῶν π. besides things external, 2 Ep.Cor.11.28.
German (Pape)
[Seite 514] adv., außer, außerhalb, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτός: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν παρεκτός, ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.
French (Bailly abrégé)
1 adv. hors, dehors, à l’extérieur;
2 prép. hors de, gén..
Étymologie: παρά, ἐκτός.
English (Strong)
from παρά and ἐκτός; near outside, i.e. besides: except, saving, without.
English (Thayer)
(παρεμβάλλω) future παρεμβαλῶ; from Aristophanes and Demosthenes down;
1. to cast in by the side of or besides (cf.παρά, IV:1), to insert, interpose; to bring back into line.
2. from Polybius on, in military usage, to assign to soldiers a place, whether in camp or in line of battle, to draw up in line, to encamp (often in 1 Maccabees , and in the Sept. where for חָנָה): τίνι χάρακα, to cast up a bank about a city, L marginal reading T WH text
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. εκτός, πλην, αν εξαιρέσουμε, χώρια, ξέχωρα («παρεκτὸς λοιπὸν ὅτι αὐτὸς τὸν ὑπεσχέθη προστασίαν καὶ συνδρομήν», Καλλιγ.)
μσν.
άνευ, χωρίς («ἔζουν... καὶ παρεκτὸς ἀγάπης», Λίβ.)
αρχ.
φρ. «χωρὶς τῶν παρεκτός» — εκτός τών εξωτερικών πραγμάτων, ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκτός].
Greek Monotonic
παρεκτός: επίρρ., πέραν ή εκτός από, με γεν., σε Καινή Διαθήκη· απόλ., τὰ παρεκτός, πράγματα εξωτερικά, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παρεκτός: praep. cum gen. кроме, сверх (τινος NT): τὰ π. NT прочее.