μόλις: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μόλῐς:''' επίρρ., μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[μόγις]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητικό [[μόριο]], <i>οὐμόλις</i>, όχι [[σπανίως]], δηλ. αρκετά, εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''μόλῐς:''' επίρρ., μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[μόγις]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητικό [[μόριο]], <i>οὐμόλις</i>, όχι [[σπανίως]], δηλ. αρκετά, εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόλῐς:''' adv. (= [[μόγις]]) с трудом, еле, едва: [[μάλα]] μ. Plat. чуть-чуть; μ. καὶ [[ἠρέμα]] Arst., μ. καὶ [[βραδέως]] Luc. с трудом и медленно; ἣ ὄλως οὔκ ἐστιν ἣ μ. Arst. его нет или почти нет; οὐ μ. Aesch. полностью, вполне, совсем. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., post-Hom. synonym of μόγις, prevailing in Trag., Com., and Att. prose, though in Pl. and later prose μόγις was preferred (in A. the Laur. Ms. gives each form twice, the same Ms. of S. μόλις always);
A μ. μέν, ἀλλ' ὅμως ἠνεσχόμην Ar.Nu. 1363, cf. S.Ant. 290,1105, El.575, Ph.329; ζῶντι καὶ μάλα μ. nay, only just alive, Pl. Tht.142b (cod. W μόγις) ; μ. καὶ ἠρέμα πάσχειν scarcely at all... Arist.Metaph.1019a31 (cod. Ab μόγις) ; ἢ ὅλως οὐκ ἔστιν ἢ μ. Id.Ph. 217b32; μ. πάνυ Eub.30; πάνυ μ. Philem.88.8: with a neg., οὐ μ. not scarcely, i.e. quite, utterly, ἀπώλεσας οὐ μ. A.Ag.1082; θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μ. παρών Id.Eu.864 (where Sch. explains οὐ μ. by οὐ μακράν, but the sense is dub.); θέλουσαν οὐ μ. καλεῖς E.Hel.334 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 199] (vgl. μῶλος, moles), mit Mühe, kaum, = μόγις, von dem es Thom. Mag. vergeblich zu unterscheiden versucht; Greg. Cor. p. 65 als unattisch bezeichnet, findet sich aber bei den älteren Attikern, wie Thuc. u. Xen. (vgl. Krüger zu An. 5, 8, 14); bei Plat. herrscht μόγις vor, s. oben; auch bei Hom. schreibt man jetzt überall μόγις; θυραῖος ἔστω πόλεμος οὐ μόλις παρών, Aesch. Eum. 826, nicht kaum, d. i. ganz nahe; vgl. Ag. 1052; oft bei Soph., ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ, Phil. 320; El. 565; an einigen anderen Stellen schwankt die Lesart; μαστεύων σε κιχάνω μόλις, Eur. Hel. 603, öfter; Ar. Th. 447; bei Sp. gew., μόλις καὶ βραδέως, Luc. Asin. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μόλῐς: Ἐπίρρ., τύπος μεθομηρικὸς ἀντὶ τοῦ μόγις, ἐπικρατῶν παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τῷ Θουκ., ἐνῷ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ. καὶ ἐφεξῆς προὐτιμᾶτο τὸ μόγις (παρ᾿ Αἰσχύλῳ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. ἔχει ἑκάτερον τὸν τύπον τούτων δίς, τὸ δὲ Λαυρ. τοῦ Σοφ. ἀείποτε μόλις)· μ. μέν, ἀλλ᾿ ἠνεσχόμην Ἀριστοφ. Νεφ. 1363· ζῶντι καὶ μάλα μ. Πλάτ. Θεαίτ. 142Β· μ. καὶ ἤρεμα πάσχειν, σχεδὸν οὐδόλως..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 12, 4· ἢ ὅλως οὐκ ἔστιν ἢ μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 1· μόλις πάνυ Εὔβουλ. ἐν «Δόλ.» 1· πάνυ μ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 8· ‒ συχν. μετ᾿ ἀρνητικοῦ, οὐ μόλις, ἐξ ὁλοκλήρου, οὐ μ. ἀπολλύναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082· θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μ. παρὼν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 864 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ οὐ μόλις διὰ τοῦ οὐ μακράν, ἀλλ᾿ ἡ ἔννοια εἶναι ἀμφίβολος καὶ σκοτεινή· ὁ Herm «non parum»)· θέλουσαν οὐ μόλις καλεῖς Εὐρ. Ἑλ. 334. ‒- Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine, difficilement : οὐ μόλις sans peine.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
English (Strong)
probably by variation for μόγις; with difficulty: hardly, scarce(-ly), + with much work.
English (Thayer)
(μολος toil); an adverb used by post-Homeric writings indiscriminately with μόγις;
a. with difficulty, hardly (cf. μετά πόνου corresponds to it in the parallel member): (Tr marginal reading WH (others μόγις, which see)); not easily, i. e. scarcely, very rarely: Romans 5:7.
Greek Monolingual
(ΑΜ μόλις, Α και μόγις)
επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» — πολύ δύσκολα
β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ)
νεοελλ.
συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση, περίπου ή την ιδιότητα του μικρού, του λίγου (α. «ζυγίζει μόλις 35 κιλά» β. «απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο»)
νεοελλ.-μσν.
1. (χρονικό) πριν από λίγο («μόλις έφθασε το αεροπλάνο»)
2. (ως χρονικός σύνδ.) ευθύς ως, αμέσως όταν («μόλις έφυγες, ήλθε»)
μσν.
1. (για πολύ λίγο
2. τελοσπάντων, επιτέλους
αρχ.
1. σχεδόν καθόλου («μόλις καὶ ἠρεμα πάσχειν» — σχεδὸν καθόλου, Αριστοτ.)
2. (συχνά με αρνητ. μόριο) εξ ολοκλήρου, εντελώς («θυραῑος ἔστω πόλεμος, οὐ μόλις παρών» — πολύ πλησίον, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μέλλω, οπότε η αρχική σημ. θα ήταν πιθ. «διστακτικά», ενώ κατ' άλλους με το μάλα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το μῶλος «αγώνας, προσπάθεια», οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mō- «καταβάλλω προσπάθεια» (το -ο- αντί του -ω- πιθ. να οφείλεται σε αναλογία προς το συνώνυμο μόγις). Η επιρρμ. κατάλ. -ις- ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόμ. ή επιθ. (πρβλ. άλις, μέχρις, μόγις)].
Greek Monotonic
μόλῐς: επίρρ., μεταγεν. τύπος αντί μόγις, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητικό μόριο, οὐμόλις, όχι σπανίως, δηλ. αρκετά, εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μόλῐς: adv. (= μόγις) с трудом, еле, едва: μάλα μ. Plat. чуть-чуть; μ. καὶ ἠρέμα Arst., μ. καὶ βραδέως Luc. с трудом и медленно; ἣ ὄλως οὔκ ἐστιν ἣ μ. Arst. его нет или почти нет; οὐ μ. Aesch. полностью, вполне, совсем.