σικύα: Difference between revisions
(4) |
(nl) |
||
Line 29: | Line 29: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῐκύα:''' ἡ<b class="num">1)</b> тыква или дыня Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. σ. [[ἰατρική]] Arst.) медицинская банка Plat., Plut. | |elrutext='''σῐκύα:''' ἡ<b class="num">1)</b> тыква или дыня Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. σ. [[ἰατρική]] Arst.) медицинская банка Plat., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σῐκύᾱ -ας, ἡ, Ion. σικύη pompoen; geneesk. laatkop (instrument voor aderlating). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], Ion. σῐκ-ύη, ἡ,
A bottle-gourd, bottle gourd, Lagenaria vulgaris, Arist.HA 616a22, Thphr.HP1.13.3, CP1.10.4.
B round gourd, Cucurbita maxima. 2 σικύα Ἰνδική,= κολοκύντη, Euthyd. ap. Ath.2.58f, cf. Menodor.ib.59a: but ς. distd. fr. κολοκύντη in Hellespontian dialect, Ath.2.59a. 3 = κολοκυνθίς, Hp.Mul.1.37; σ. πικρά Dsc.4.176. 4 gourd used as a calabash, Sammelb. 7202.20 (iii B.C.). II cupping-instrument, because it was shaped like the gourd, Crates Com.41, Hp.VM22, Aph.5.50, Pl.Ti.79e, Arist.Rh.1405b3, IG22.47.8,11.
German (Pape)
[Seite 880] ἡ, ion. σικύη, = πέπων, 1) die Pfebe od. Angurie, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Plat. Tim. 79 e, die aber nur reif genossen ward, während man den σίκυος unreif verspeis'te; bes. eine baumhohe Art, Theophr. u. A. – Bei den Sp. der lange indische Kürbis; der runde hieß κολόκυνθα, Ath. II, 58 f. – 2) der Schröpfkopf, weil er von der Gestalt des länglichen Kürbisses war, cucurbita; Hippocr. Ar. Lys.
Greek (Liddell-Scott)
σῐκύα: Ἰωνικ. -ύη, ἡ, καρπός τις ὅμοιος τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. σίκυος). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ ὥριμος, ἴσως = πέπων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ ὕψος δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ κολοκύνθη ἢ «δολμᾶς» (ἡ συνήθης ἐκαλεῖτο ἁπλῶς κολοκύνθη), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. κολοκύντη ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ γένους. 3) = κολοκυνθίς, ἡ, Ἱππ. 605. 46· ὡσαύτως σικυώνη. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον δοχεῖον πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ σχῆμα κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. κύαθος ΙΙΙ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fruit de l’espèce des cucurbitacées;
2 sorte de coupe à boire allongée.
Étymologie: cf. σίκυος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α
1. νεροκολοκυθιά
2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό του παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα
νεοελλ.
1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση
2. καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων και ιδίως μαλακίων
3. φρ. α) «μαιευτική σικύα»
ιατρ. συσκευή κενού που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του τοκετού για την υποβοήθηση της εξαγωγής του εμβρύου
β) «χαρακτή σικύα» — βεντούζα που τοποθετείται πάνω σε χαραγμένη με αιχμηρό όργανο επιφάνεια του σώματος, συνήθως της πλάτης, ώστε να προκληθεί συγκέντρωση και εκροή του αίματος, αλλ. κοφτή βεντούζα)
αρχ.
1. το φυτό κολοκυνθίς. η αγριοκολοκυθιά
2. άδεια κολοκύθα που χρησίμευε ως φιάλη, τσότρα
3. φρ. «σικύα ἰνδική» — το φυτό κολοκυθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (πρβλ. ονομασίες φυτών) όσο και από την μορφολογική της ποικιλία. Ο τ. εμφανίζει αφ' ενός εναλλαγή ι / ε (πρβλ. σικύα: σεκούα, Σικυών: Σεκυών), αφ' ετέρου τρία διαφορετικά επιθήματα: -υς (πρβλ. ὄστρ-υς, ῥάφ-υς), -ύα (πρβλ. ὀστρ-ύα) και -υος. Η μορφολογική αυτή ομοιότητά του με τη λ. ὀστρυα «γένος δένδρων με σκληρό ξύλο» δικαιολογεί την άποψη πολλών μελετητών, που εντάσσουν τους δύο τ. στην ίδια σειρά δάνειων λ.].
Greek Monotonic
σῐκύα: Ιων. -ύη, ἡ,
I. είδος καρπού όμοιο με το αγγούρι ή την κολοκύθα, πιθ. το πεπόνι, σε Αριστ.
II. γυάλινο δοχείο για την αφαίμαξη, βεντούζα (καθώς είχε το σχήμα της κολοκύθας), Λατ. cucurbita, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σῐκύα: ἡ1) тыква или дыня Arst.;
2) (тж. σ. ἰατρική Arst.) медицинская банка Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῐκύᾱ -ας, ἡ, Ion. σικύη pompoen; geneesk. laatkop (instrument voor aderlating).