σάπφειρος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σάπφειρος:''' ἡ (евр.) сапфир NT.
|elrutext='''σάπφειρος:''' ἡ (евр.) сапфир NT.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[lazurite]], "sapphire" (Thphr., LXX etc.; on the meaning Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).<br />Derivatives: <b class="b3">σαπφείρ-ιον</b> (<b class="b3">-ππ-</b>) n. <b class="b2">colouring made of σ.</b> (pap.), <b class="b3">-ινος</b> <b class="b2">made of σ.</b> (pap., Philostr. a.o.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.?<br />Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. [[sappīr]]. Further connection with OInd. (lex.) <b class="b2">śani-priya-</b> n. name of a dark stone (since A. Müller BB 1, 281) seems quite doubtful. However, in Semit. the word is rather a loanword (Masson, Emprunts sémit. 66 n. 2). --The word looks Pre-Greek (<b class="b3">-πφ-</b>, <b class="b3">-ειρ-ος</b>). Through Lat. sapphirus the word came in the European languages, Eng. sapphire etc.
}}
}}

Revision as of 06:36, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάπφειρος Medium diacritics: σάπφειρος Low diacritics: σάπφειρος Capitals: ΣΑΠΦΕΙΡΟΣ
Transliteration A: sáppheiros Transliteration B: sappheiros Transliteration C: sapfeiros Beta Code: sa/pfeiros

English (LSJ)

(proparox.), ἡ,

   A lapis lazuli, of which two chief kinds, κυανῆ and χρυσῆ, are mentioned by Thphr.Lap.23,37, D.P.1105; cf. LXX Ex.24.10, al., J.AJ3.7.5, Peripl. M.Rubr.39. (Cf. Hebr. sappīr, perh. not Semitic.)

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, auch σάμφειρος, der Sapphir, ein Edelstein, von dem es 2 Hauptarten gab, κυανῆ u. χρυσῆ, D. Per. 1105; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σάπφειρος: ἡ, κατὰ τὸν Beckmann ἐν Hist. of Invent., καὶ τὸν King ἐν Antique Gems, οὐχὶ ὁ νῦν σάπφειρος ἀλλ’ ὁ lapis lazuli, λίθος τῆς ὁποίας ὑπῆρχον δύο εἴδη, κυανῆ καὶ χρυσῆ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοφράστου μνημονευόμενος ἐν τοῖς π. Λίθ. 23 καὶ 37, Διον. Π. 1104. (Πιθαν. ἡ λέξις παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἑβρ. sappir).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
lapis-lazuli ou saphir.
Étymologie: cf. hébr. sappir, lui-même emprunté à ?

English (Strong)

of Hebrew origin (סַפִּיר); a "sapphire" or lapis-lazuli gem: sapphire.

English (Thayer)

σαπφείρου, ἡ, Hebrew סַפִיר, sapphire, a precious stone (perhaps our lapis lazuli, cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sapphire; Riehm, HWB, under the word Edelsteine, 14): Theophrastus, Dioscorides (100 A.D.>?), others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο / σάπφειρος, η, ΝΜΑ, και σάμφειρος Α
το ζαφείρι, διαφανής ως ημιδιαφανής ποικιλία του κορουνδίου, φυσική ή συνθετική, σήμερα, που έχει θεωρηθεί πολύτιμος λίθος ακόμη από το 800 π.Χ. και έχει χρώμα το οποίο κυμαίνεται από ανοιχτό ώς βαθύ κυανό ή ιώδες
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι σάπφειροι
διάφορες άχρωμες, γκρίζες, κίτρινες, ροδόχροες, πορτοκαλόχρωμες, πράσινες ιώδεις και καστανές πολύτιμες ποικιλίες του κορουνδίου
αρχ.
ο ημιπολύτιμος λίθος λάπις λάζουλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία απαντά και στην Σημιτική (πρβλ. εβρ. sappīr). Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sani-priya-, ονομ. ενός σκουρόχρωμου λίθου, δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

σάπφειρος: ἡ, πολύτιμος λίθος σε κυανή απόχρωση, σάπφειρος, ζαφείρι, ή (όπως κάποιοι θεωρούν) το πετράδι lapis lazulis. (πιθ. Φοιν. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

σάπφειρος: ἡ (евр.) сапфир NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: lazurite, "sapphire" (Thphr., LXX etc.; on the meaning Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).
Derivatives: σαπφείρ-ιον (-ππ-) n. colouring made of σ. (pap.), -ινος made of σ. (pap., Philostr. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.?
Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. sappīr. Further connection with OInd. (lex.) śani-priya- n. name of a dark stone (since A. Müller BB 1, 281) seems quite doubtful. However, in Semit. the word is rather a loanword (Masson, Emprunts sémit. 66 n. 2). --The word looks Pre-Greek (-πφ-, -ειρ-ος). Through Lat. sapphirus the word came in the European languages, Eng. sapphire etc.