ἐπακούω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(2) |
(1ab) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπᾰκούω:''' <b class="num">1)</b> слушать, выслушивать, внимать (τι Hom., Hes., Arph., Plat., Plut., τινά Hom., τινός Her., Soph., Eur. и τινί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слышать: ὁπποῖόν κ᾽ [[εἴπῃσθα]] ἐπος, τοῖόν κ᾽ ἐπακούσαις погов. Hom. какое скажешь слово, такое и услышишь (ср. «как аукнется, так и откликнется»); μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ Plat. как бы кто-л. из непосвященных (нас) не подслушал;<br /><b class="num">3)</b> (благосклонно) выслушивать, исполнять: ἐ. εὐχῶν Luc. исполнять (чьи-л.) желания;<br /><b class="num">4)</b> слушаться, повиноваться ([[βουλῆς]] Hom.; τῷ κελεύσματι Her.);<br /><b class="num">5)</b> воспринимать, понимать ([[σαφῶς]] Plut.). | |elrutext='''ἐπᾰκούω:''' <b class="num">1)</b> слушать, выслушивать, внимать (τι Hom., Hes., Arph., Plat., Plut., τινά Hom., τινός Her., Soph., Eur. и τινί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слышать: ὁπποῖόν κ᾽ [[εἴπῃσθα]] ἐπος, τοῖόν κ᾽ ἐπακούσαις погов. Hom. какое скажешь слово, такое и услышишь (ср. «как аукнется, так и откликнется»); μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ Plat. как бы кто-л. из непосвященных (нас) не подслушал;<br /><b class="num">3)</b> (благосклонно) выслушивать, исполнять: ἐ. εὐχῶν Luc. исполнять (чьи-л.) желания;<br /><b class="num">4)</b> слушаться, повиноваться ([[βουλῆς]] Hom.; τῷ κελεύσματι Her.);<br /><b class="num">5)</b> воспринимать, понимать ([[σαφῶς]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ακούσομαι<br /><b class="num">I.</b> to [[listen]] or [[hearken]] to, to [[hear]], c. acc., Hom., [[attic]]: also c. gen., Hdt., Eur.:— c. acc. rei et gen. pers. to [[hear]] a [[thing]] from a [[person]], Od.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[give]] ear, [[hearken]], Aesch., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[obey]], τινός Il., Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 9 January 2019
English (LSJ)
fut. ἐπακούσομαι ib. Ge.30.33, later
A ἐπακούσω Psalm.Solom.18.3:—hear, c. acc. rei, ὂς πάντ' ἐφορᾷς καὶ πάντ' ἐπακούεις, of the Sun, Il.3.277, cf. Od.11.109; prov., ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις as thou speakest, so wilt thou be answered, Il.20.250; φωνὴν ἐ. Hes.Op.448; χρησμόν Ar.Eq.1080: c. acc. rei et gen. pers., ἔπος ἐμέθεν Od.19.98: c. gen. rei, εὐχῆς Ar.Nu.263; τῆς φωνῆς Hdt.2.70: abs., Th.1.53, Hdt.9.98, etc. 2 overhear, μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ Pl.Tht.155e, cf. Ar.Th.628. 3 hear about, hear tell of, μόχθων E.Tr.165 (lyr.); c. part., οἷον γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω . . βλαστὸν φύτευμα S.OC695 (lyr.); τινά τι δρῶντα Pl.Lg.729b. 4 give ear, listen, A.Ch.725 (anap.): c. gen. pers., ἐμοῦ 'πάκουσον S.OT708, cf. Pl.Prt.317d; ἐ. μοι 'pray attend', Id.Sph.227c: esp. of giving ear to one who prays, of God, LXXIs.49.8, UPZ78.24 (ii B.C.); or to advice, commands, etc., i.e. obey, βουλῆς Il.2.143; δίκης Hes.Op.275; ἐμῶν μύθων S.Ph.1417 (anap.): c. dat. rei, τῷ κελεύσματι Hdt.4.141; ταῖς εὐχαῖς D.H.13.6, cf. LXXHo.2.21(23). 5 later, like ἐπαΐω, perceive, understand, τῶν ᾀδομένων Luc.Salt.64, cf. Plu.Flam.10 (or, hear distinctly). 6 ἐπακούσεταί μοι ἡ δικαιοσύνη μου shall answer for me, LXXGe.30.33.
German (Pape)
[Seite 897] (s. ἀκούω), hören auf Etwas, anhören; πάντ' ἐφορᾷ καὶ πάντ' ἐπακούει, vom Helios, er sieht und hört Alles, Il. 3, 277 Od. 11, 109; sprichwörtlich ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, welch ein Wort du sprichst, ein solches hörst du auch wohl, Il. 20, 250; absolut, Aesch. Ch. 714, wie Her. 9, 98; μήτις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ Plat. Theaet. 155 e; τινός, z. B. βουλῆς Il. 2, 143; ἐμῶν μύθων, ἐμοῦ, Soph. Phil. 1403 O. R. 708; σέθεν Eur. Tr. 177; βουλευμάτων Her. 5, 106; τῶν λεγομένων Plat. Prot. 315 a; verstehen, Plut. Flam. 10; Luc. salt. 64; ἀκούειν δοκοῦσί τινων διαλεγομένων αὐτοῖς ὧν ἡμεῖς οὐκ ἐπακούομεν Sext. Emp. Pyrrh. 2, 52; – worauf hören, gehorchen, τινός, Hes. O. 277; τινί, Her. 4, 141; vgl. Plat. Soph. 227 c; – εὐχῶν, erhören, Luc. Tim. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι, δίδω ἀκρόασιν, ἀκούω μετὰ προσοχῆς ἢ ἁπλῶς ἀκούω, μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃς πάντ’ ἐφορᾷ καὶ πάντ’ ἐπακούει, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Γ. 277, Ὀδ. Λ. 108˙ παροιμ., ὁποῖόν κ’ εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ’ ἐπακούσαις, ὁποῖον λόγον εἶπες, τοιοῦτον καὶ θὰ ἀκούσῃς, Ἰλ. Υ. 250˙ εὖτ’ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 448˙ ἀλλ’ ἔτι τόνδ’ ἐπάκουσον (δηλ. τὸν χρησμὸν) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080˙ προστιθεμένης μετοχῆς, ἀκούω νὰ λέγηται, νὰ φημίζηται, ἔστιν δ’ οἷον ἐγὼ γᾶς ἐπ’ Ἀσίας οὐκ ἐπακούω... βλαστὸν φύτευμα Σοφ. Ο. Κ. 694˙ ἀκούω τινά, μή ποτέ τις αὐτὸν ἴδῃ τῶν νέων ἢ καὶ ἐπακούσῃ δρῶντα ἢ λέγοντά τι τῶν αἰσχρῶν Πλάτ. Νόμοι 729Β˙ - ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., τῆς φωνῆς Ἡρόδ. 2. 70˙ ἀκούω περί..., ἀκούω νὰ γίνηται λόγος περί, μόχθων ἐπ. Εὐρ. Τρῳ. 166: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ὄφρα καθεζόμενος εἴπῃ ἔπος ἠδ’ ἐπακούσῃ ὁ ξεῖνος ἐμέθεν Ὀδ. Τ. 98˙ μετὰ γεν., ὅσοι ὑμέων τυγχάνουσιν ἐπακούοντες (ἐξυπ. ἐμοῦ), ὅσοι ἐξ ὑμῶν μὲ ἀκούετε, ὅσοι ἐξ ὑμῶν συμβαίνει νά με ἀκούητε, Ἡρόδ. 9. 98˙ ἀκούω, ἐμοῦ ἐπάκουσον Σοφοκλ. Οἰδίπ. Τυράνν. 708, Πλάτων Γοργίας 487C˙Ϗ - σπανίως μετὰ δοτικ. προσώπ., ἐπ. μοι ὁ αὐτὸς ἐν Σοφιστ. 227CϏ μετὰ δοτ. πράγμ., ταῖς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 13. 7. 2) ἀπολ., δίδω προσοχὴν εἰς τὰς ἱκεσίας τινός, ἀκούω αὐτὰς εὐμενῶς, νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725˙ ἐπακούσατε (ὑπακούσατε Δινδ.) δεξάμεναι θυσίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 274˙ μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ, μήπως «κρυφακούῃ» τις ἐκ τῶν μὴ μεμυημένων, Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 628˙ ἢ ἁπλῶς ἀκούω, Θουκ. 1. 53, κτλ. 3) μεταγν. ὡς τὸ ἐπαΐω, κατανοῶ, καταλαμβάνω, τινὸς Λουκ. περὶ Ὀρχ. 64, Πλουτ. Φλαμ. 10. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., ἀκούω τι ἰδιαιτέρως λεγόμενον, ἔχω γνῶσιν αὐτοῦ, μετέχω αὐτοῦ, ὅσοι οὐ βουλῆς ἐπάκουσαν, ὅσοι δὲν εἶχον γνῶσιν τοῦ προβουλεύματος τῶν ἡγεμόνων, Ἰλ. Β. 143˙ δίκης ἐπάκουε, «τοῦ δικαίου ἄκουε, ἤγουν αἴσθησιν ἔχε» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 273˙ δίδω προσοχήν, ἀκούω μετὰ προσοχῆς, σὺ δ’ ἐμῶν μύθων ἐπάκουσον Σοφ. Φιλ. 1417˙ οὕτω μετὰ δοτ., ἐπ. τῷ κελεύσματι Ἡρόδ. 4. 141.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπακούσομαι;
I. prêter l’oreille à : ὃς πάντ’ ἐφορᾷ καὶ πάντ’ ἐπακούει IL qui a l’œil sur tout et prête l’oreille à tout ; ἐπ. τινός ouτινί prêter l’oreille à qqn, écouter ou entendre qqn ; τῆς φωνῆς HDT écouter la voix de qqn ; ἐπ. ἔπος ἐμέθεν OD écouter les paroles que je prononce;
II. p. suite
1 exaucer : εὐχῶν LUC des vœux ; τι, τινός une prière de qqn;
2 obéir à : κελεύσματι HDT à un ordre;
3 entendre, comprendre, gén..
Étymologie: ἐπί, ἀκούω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπάκουσα: hearken to, hear, with the same constructions as ἀκούω, τ , Il. 2.143.
English (Slater)
ἐπᾰκούω
1 listen to c. gen. ἐπεὶ θεσφάτων ἐπᾰκουσαν (Tricl. metri causa: ἄκουσαν codd.) (I. 8.31)
English (Strong)
from ἐπί and ἀκούω; to hearken (favorably) to: hear.
English (Thayer)
1st aorist ἐπήκουσά; from Homer down; the Sept. often for עָנָה and שָׁמַע ;
1. to give ear to, listen to; to perceive by the ear.
2. to listen to i. e. hear with favor, grant one's prayer (Aeschylus choëph. 725; τῶν εὐχῶν, Lucian, Tim. 34): τίνος, to hearken to one, Sept.
Greek Monolingual
(AM ἐπακούω)
ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου»)
αρχ.-μσν.
1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή
(«νῡν ἐπάκουσον», Αισχύλ.)
2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.)
3. (για συμβουλές ή διαταγές) υπακούω
μσν.
αποκρίνομαι σε κάποιον
αρχ.
1. ακούω
2. κρυφακούω, ωτακουστώ
3. (με γεν.) μαθαίνω, πληροφορούμαι για κάτι.
Greek Monotonic
ἐπᾰκούω: μέλ. -ακούσομαι,
I. 1. ακροώμαι ή ακούω με προσοχή, ακούω, με αιτ., σε Όμηρ., Αττ.· επίσης με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.· με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ., ακούω, πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.
2. απόλ., δίνω προσοχή, εισακούω, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. υπακούω, τινός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰκούω: 1) слушать, выслушивать, внимать (τι Hom., Hes., Arph., Plat., Plut., τινά Hom., τινός Her., Soph., Eur. и τινί Plat.);
2) слышать: ὁπποῖόν κ᾽ εἴπῃσθα ἐπος, τοῖόν κ᾽ ἐπακούσαις погов. Hom. какое скажешь слово, такое и услышишь (ср. «как аукнется, так и откликнется»); μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ Plat. как бы кто-л. из непосвященных (нас) не подслушал;
3) (благосклонно) выслушивать, исполнять: ἐ. εὐχῶν Luc. исполнять (чьи-л.) желания;
4) слушаться, повиноваться (βουλῆς Hom.; τῷ κελεύσματι Her.);
5) воспринимать, понимать (σαφῶς Plut.).
Middle Liddell
fut. -ακούσομαι
I. to listen or hearken to, to hear, c. acc., Hom., attic: also c. gen., Hdt., Eur.:— c. acc. rei et gen. pers. to hear a thing from a person, Od.
2. absol. to give ear, hearken, Aesch., etc.
II. to obey, τινός Il., Soph.