ἔρευνα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔρευνα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> поиски ([[ζήτησις]] καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;<br /><b class="num">2)</b> разыскивание, расследование: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> обыск (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.).
|elrutext='''ἔρευνα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> поиски ([[ζήτησις]] καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;<br /><b class="num">2)</b> разыскивание, расследование: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> обыск (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔρευνα]], ης, ἡ, [[ἔρομαι]]<br />[[inquiry]], [[search]], ἔρ. ἔχειν τινός to make [[search]] for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur.
}}
}}

Revision as of 22:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρευνα Medium diacritics: ἔρευνα Low diacritics: έρευνα Capitals: ΕΡΕΥΝΑ
Transliteration A: éreuna Transliteration B: ereuna Transliteration C: erevna Beta Code: e)/reuna

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A inquiry, search, ἔ. τινός search for.., S.OT566, cf. Ichn.92 ; οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς; E.Ion328 ; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist.Oec.1351b34, cf. PTeb.38.19 (ii B. C.) ; v. ἔραυνα.    II exploratory operation, Herod.Med. ap. Orib.50.46.2.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρευνα: -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, ζήτησις, ἀναζήτησις, ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
recherche, perquisition.
Étymologie: cf. ἔρομαι.

Greek Monolingual

η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια του ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα της οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση του εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση του εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].

Greek Monotonic

ἔρευνα: -ης, ἡ (ἔρομαι), έρευνα, ανίχνευση, αναζήτηση· ἔρ. ἔχειν τινός, διενεργώ έρευνα για κάποιον, τον αναζητώ, σε Σοφ.· ᾄσσειν εἰς ἔρευναν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρευνα:
1) поиски (ζήτησις καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;
2) разыскивание, расследование: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;
3) обыск (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.).

Middle Liddell

ἔρευνα, ης, ἡ, ἔρομαι
inquiry, search, ἔρ. ἔχειν τινός to make search for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur.