κέρχνος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].<br /><b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = κέγχρος, Hsch.s.v.κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.
κέρχν-ος (B), ὁ,
A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κ. S.Fr.279. 2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27. b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128. II silverdust, Poll.7.99. III = κέρνος, IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).
κέρχν-ος (C), ον,
A rough, hoarse: τὸ κ. Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 rugosité d’une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.
Greek Monolingual
(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].
(II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].
(III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κέρχνος: ὁ шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: raw voice, hoarseness (Hp., S. Ichn. 128), raw surface, rough excrescence (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Compounds: Compp. ἄ-κερχνος without hoarseness (Aret.), αἱμό-κερχνον n. cough with blood spitting (Hp.; subst. bahuvrihi). From ἄκερχνος and κέρχνω arose the adj. κέρχνος (κερχνός?) raw of the voice, hoarse (Gal.) [??].
Derivatives: κερχνώδης raw, hoarse (Hp.), κερχνασμός rawness, hoarsness (Gal.; as if from *κερχνάζω). Denomin. verb κερχνόομαι, -όω be raw, uneven or make, engrave (H.) with κερχνώματα pl. unevennesses, elevated, embossed(?) work (H.; after this also E. Ph. 1386 to be read for κεγχρώμασι?, cf. on κέγχρος), κερχνωτός embossed, engraved (H.); also κέρχνω be or make hoarse (Hp.; on the formation Schwyzer 723 Zus.). - Beside it κερχαλεος raw hoarse (Hp.), also κερχναλέος (Hp. v. l., Gal.; cf. below). On κερχνηΐς s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Without certain connection; onomatopoetic? The form κρέξ (name of a bird) seems hardly comparable. One proposes κέρχνος < *κέρκ-σνος? Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 12 reminds of Skt. ghar-ghara- m. crackling, rattling (and independent Lat. hirriō grumble, OE. gierran crack, creak, girren etc. (Pok. 439); κέρχνος would continue *κερ-χρ-ο-ς. κερχαλέος would be analogical, as ἰσχνός : ἰσχαλέος. Fur. 340 compares κάρχαρος. If the word is Pre-Greek, it could simply be *KerK-no-, with aspiration before the n.