κατεφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(1ba)
(c1)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 act. to [[rise]] up [[against]], NTest.
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 act. to [[rise]] up [[against]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katef⋯sthmi 卡特-誒弗-衣士帖米<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':向下-在上-站<p>'''字義溯源''':起來攻擊,攻擊,急進攻擊;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἐφίστημι]])=在側)組成;而 ([[ἐφίστημι]])又由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[ἵστημι]])*=站)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 攻擊(1) 徒18:12
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφίσταμαι Medium diacritics: κατεφίσταμαι Low diacritics: κατεφίσταμαι Capitals: ΚΑΤΕΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: katephístamai Transliteration B: katephistamai Transliteration C: katefistamai Beta Code: katefi/stamai

English (LSJ)

   A rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.

Greek (Liddell-Scott)

κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.

French (Bailly abrégé)

se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.

Greek Monolingual

κατεφίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»].

Greek Monotonic

κατεφίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφίσταμαι in opstand komen:. κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ιουδαῖοι τῷ Παύλῳ eensgezind keerden de Joden zich tegen Paulus NT Act. Ap. 18.12.

Russian (Dvoretsky)

κατεφίσταμαι: (aor. 2 κατεπέστην) восставать, нападать (τινι NT).

Middle Liddell


Pass., with aor2 act. to rise up against, NTest.

Chinese

原文音譯:katef⋯sthmi 卡特-誒弗-衣士帖米

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向下-在上-站

字義溯源:起來攻擊,攻擊,急進攻擊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐφίστημι)=在側)組成;而 (ἐφίστημι)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 攻擊(1) 徒18:12