περιφέρεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perifereia
|Transliteration C=perifereia
|Beta Code=perife/reia
|Beta Code=perife/reia
|Definition=Ion. περιφερ-είη, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[circumference]], κύκλου <span class="bibl">Heraclit.103</span> ; <b class="b2">(rounded) surface</b>, σφαίρας <span class="bibl">Ti.Locr.100e</span> ; of helmets, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>40</span> (pl.); τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>494b14</span>; more generally, [[curve]], <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1102a31</span>; [[curvature]] of the edge of a leaf, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.10.5</span> ; [[roundness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>61</span> ; [[spherical]] or <b class="b2">curved shape</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2pp.49,51</span>U. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">arc of a circle</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>264b25</span>, <span class="bibl">Euc.3.28</span>; marked on concave sun-dial (πόλος), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>358.1</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">wandering, error</b>, ἐν καρδίᾳ <span class="bibl">LXX<span class="title">Ec.</span>9.3</span>.</span>
|Definition=Ion. περιφερ-είη, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[circumference]], κύκλου <span class="bibl">Heraclit.103</span> ; <b class="b2">(rounded) surface</b>, σφαίρας <span class="bibl">Ti.Locr.100e</span> ; of helmets, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>40</span> (pl.); τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>494b14</span>; more generally, [[curve]], <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1102a31</span>; [[curvature]] of the edge of a leaf, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.10.5</span> ; [[roundness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>61</span> ; [[spherical]] or <b class="b2">curved shape</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2pp.49,51</span>U. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">arc of a circle</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>264b25</span>, <span class="bibl">Euc.3.28</span>; marked on concave sun-dial (πόλος), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>358.1</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[wandering]], [[error]], ἐν καρδίᾳ <span class="bibl">LXX<span class="title">Ec.</span>9.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:45, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφέρεια Medium diacritics: περιφέρεια Low diacritics: περιφέρεια Capitals: ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: periphéreia Transliteration B: periphereia Transliteration C: perifereia Beta Code: perife/reia

English (LSJ)

Ion. περιφερ-είη, ἡ,

   A circumference, κύκλου Heraclit.103 ; (rounded) surface, σφαίρας Ti.Locr.100e ; of helmets, Plu.Cam.40 (pl.); τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι Arist.HA494b14; more generally, curve, Id.EN1102a31; curvature of the edge of a leaf, Thphr.HP3.10.5 ; roundness, Hp.Art.61 ; spherical or curved shape, Epicur.Ep.2pp.49,51U.    2 arc of a circle, Arist.Ph.264b25, Euc.3.28; marked on concave sun-dial (πόλος), Sammelb.358.1 (iii B.C.).    II wandering, error, ἐν καρδίᾳ LXXEc.9.3.

German (Pape)

[Seite 598] ἡ, das Herumgehen, sich Herumbewegen, der Umlauf, bes. Umfang eines runden Dinges, Peripherie, Tim. Locr. 100 e; auch Rundung, runder Körper, Sp., wie Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιφέρεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ γραμμὴ ἡ πέριξ κυκλοτεροῦς σώματος, κυκλοτερὴς γραμμή, περιφέρεια, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.˙ τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 13. β) μέρος κύκλου, τόξον, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 32, Εὐκλείδ. 3. 28. 2) ἡ ἔξω ἐπιφάνεια, Πλουτ. Κάμιλλ. 40˙ στρογγυλότης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827˙ σῶμα στρογγύλον, Πλουτ. Ἀντών. 26. ΙΙ. πλάνη, σφάλμα, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Θ΄, 3)˙ πρβλ. περιφορὰ ΙΙ. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. au pr. 1 circonférence, périphérie;
2 partie d’un cercle, arc de cercle;
3 rondeur;
II. fig. action de sortir du droit chemin, erreur.
Étymologie: περιφερής.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιφερής
1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια του κύκλου, η κλειστή καμπύλη της οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση από το κέντρο το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο
2. η κλειστή γραμμή που περιβάλλει κυκλικό ή σφαιρικό, περίπου, ανάλογο σχήμα ή σώμα (α. «περιφέρεια του κορμού του δέντρου» β. «περιφέρεια του κίονα»)
3. κυρτή, σφαιρική επιφάνεια (α. «περιφέρεια της σφαίρας» β. «περιφέρεια του θόλου» γ. «κράνη ὁλοσίδηρα καὶ λεῑα ταῑς περιφερείαις», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η δικαιοδοσία μιας αρχής ή συντελείται μια διαδικασία όπως τήν ορίζει ο νόμος (α. «Περιφέρεια Διοικήσεως Πρωτεύουσας» β. «Περιφέρεια Σουφλίου» γ. «εκπαιδευτική περιφέρεια» δ. «εκλογική περιφέρεια»)
2. η απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα περιοχή
3. μτφ. το σύνολο τών χωρών του τρίτου κόσμου που είναι εξαρτημένες πολιτικά ή οικονομικά από τις πλούσιες και ισχυρές χώρες
4. οι γλουτοί
μσν.-αρχ.
1. η εξωτερική γραμμή, το περίγραμμα
αρχ.
1. η ακολουθία, η συνοδεία («τὴν τῶν χερουβεὶμ περιφέρειαν»)
2. τόξο κύκλου
3. σφάλμα, πλάνηπεριφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν», ΠΔ).

Greek Monotonic

περιφέρεια: ἡ,
I. γραμμή γύρω από κυκλικό σώμα, περιφέρεια, σε Αριστ.
II. εξωτερική επιφάνεια, σε Πλούτ.
III. στρογγυλό σώμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περιφέρεια:
1) окружность, периферия Plat., Arst.;
2) часть окружности, дуга Arst.;
3) поверхность Plut.;
4) округлость Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιφέρεια -ας, ἡ [περιφερής] omtrek:; ἐπὶ κύκλου περιφερείας op de omtrek van een cirkel Heraclit. B 103; ronde vorm:. καθάπερ ἐν τῇ περιφερείᾳ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον zoals bij een ronde vorm het bolle en het holle Aristot. EN 1102a31; κράνη... λεῖα ταῖς περιφερείαις helmen die glad waren aan de ronde buitenkant Plut. Cam. 40.4.

Middle Liddell

περιφέρεια, ἡ,
I. the line round a circular body, a periphery, circumference, Arist.
II. the outer surface, Plut.
III. a round body, Plut. [from περιφερής