διάλογος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dialogos | |Transliteration C=dialogos | ||
|Beta Code=dia/logos | |Beta Code=dia/logos | ||
|Definition=ὁ, (διαλέγομαι) <span class="sense" | |Definition=ὁ, (διαλέγομαι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[conversation]], [[dialogue]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>335d</span>, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span> 223</span>; δ. τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>263e</span>; οἱ Σωκρατικοὶ δ. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Fr.</span>72</span>; τὰ ἐν τοῖς δ. [[debating arguments]], <span class="bibl">Id.<span class="title">APo.</span>78a12</span>: generally, [[talk]], [[chat]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>5.5.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> perh. [[speech]] or series of speeches, [[debate]] (cf. [[διάλεξις]]), <span class="title">IG</span>3.1128, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> = [[διαλογισμός]] 1, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.122</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>58.31</span> (ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:05, 10 December 2020
English (LSJ)
ὁ, (διαλέγομαι) A conversation, dialogue, Pl.Prt.335d, Demetr.Eloc. 223; δ. τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτήν Pl.Sph.263e; οἱ Σωκρατικοὶ δ. Arist. Fr.72; τὰ ἐν τοῖς δ. debating arguments, Id.APo.78a12: generally, talk, chat, Cic.Att.5.5.2. II perh. speech or series of speeches, debate (cf. διάλεξις), IG3.1128, al. III = διαλογισμός 1, PHib.1.122 (iii B.C.), PTeb.58.31 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διάλογος: ὁ, (διαλέγομαι) συνομιλία, διάλογος, Πλάτ. Πρωτ. 335D. Σοφ. 263Ε· οἱ Σωκρατικοὶ δ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 61· τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις ,διαλεκτικὰ ἐπιχειρήματα, ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
entretien, dialogue.
Étymologie: διαλέγω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I 1conversación, diálogo οὐχ ὁμοίως ἡμῖν ἔσονται οἱ διάλογοι Pl.Prt.335d, cf. Alc.1.110a, R.354b, Isoc.12.26, I.AI 17.185, Cic.Att.98.2, Gal.19.45, Luc.Nigr.29, Lib.Decl.1.28, ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτῆν δ. un diálogo interior del alma consigo misma Pl.Sph.263e, cf. Ph.1.365
•como género literario δεῖ ἐν τῷ αὐτῷ τρόπῳ διάλογόν τε γράφειν καὶ ἐπιστολάς Demetr.Eloc.223, cf. Ph.2.263, D.H.Imit.3.5, Luc.Prom.Es.5, Plu.Cic.40, M.Ant.1.6, Arr.Epict.2.1.34, οἱ Σωκρατικοὶ διάλογοι atribuidos a Alexámeno, Arist.Fr.72, empleado por Platón, Socr.Ep.23.2, Theopomp.Hist.259, D.H.Comp.25.32, Plu.2.120d, Ath.505d, Aristid.Or.3.511, D.L.9.23 (= Parm.A 1), Dam.in Prm.342, por Aristóteles, Plu.Dio 22, D.Chr.53.1, Phlp.in de An.145.23, οἱ ἐξωτερικοὶ διάλογοι Plu.2.1115b, por otros autores, Arist.Fr.72, Eratosth.Fr.Hist.22, Str.2.3.4, Gal.19.44, Luc.Dem.Enc.7, Hermog.Id.2.12 (p.411), Philostr.Ep.73, VS 495
•personif. Δ. Luc.Bis Acc.30
•discusión, debate entre escuelas, Gal.10.110, Plu.Pel.22, Cels.Phil.3.1.
2 razonamiento dialéctico τὰ ἐν τοῖς μαθήμασιν ... τούτῳ διαφέρουσι τῶν ἐν τοῖς διαλόγοις los razonamientos matemáticos en esto difieren de los razonamientos dialécticos Arist.APo.78a12, sent. peyor. διάλογοι κομπώδεις Plu.Demetr.15.
3 prob. debate dialogado o diálogo dramático ejecutado por los efebos, con el que Atenas y Esparta se disputaban cada cuatro años la prioridad en la procesión de las siguientes Eleuterias en Platea IG 22.2086.33, 2089.16, 2113.144, 2130.39 (todas II d.C.).
II 1rendición de cuentas, balance, comprobación contable, de diversos tipos δ. ὁ πρὸς Ὧρον διὰ Κίσσου κρ(ιθῆς) (ἀρτάβας) β, Ποσειδωνίῳ ὀλ(υρῶν) (ἀρτάβας) ε ... PHib.122.1 (III a.C.), cf. PZen.Col.54.59ue., PLond.1994.2, 2008.12 (todos III a.C.), οὐ παραγέγονεν ἐπὶ τὸν διάλογον τοῦ ε (ἔτους) PTeb.58.23, cf. 31, 59 (II a.C.), πρὸς τὸν ἐκτιθέμενον ἐν αὐτῇ διάλογον πρὸς τὴν σι τικὴν μίσ(θωσιν) τῆς ... κώ(μης) PTeb.852.28 (II a.C.).
2 recuento de tantos que se hace al final de un juego, Phot.δ 375
•fig. δ. πόρνων la suma de los putos e.d. el más miserable de los putos Cratin.438 (dud., cf. Hsch.δ 1143), Phot.δ 375.
Greek Monolingual
ο (AM διάλογος) λόγος
1. συζήτηση, συνομιλία μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό έργο, ή μέρος του, στο οποίο η ανάπτυξη του θέματος γίνεται διαλογικώς και όχι αφηγηματικώς
νεοελλ.
(για μουσικό είδος) σύνθεση κατά την οποία δύο ή περισσότερα όργανα ή φωνές ηχούν διαδοχικά
αρχ.
φρ. «τὰ ἐν διαλόγοις» — τα διαλεκτικά επιχειρήματα.
Greek Monotonic
διάλογος: ὁ (διαλέγομαι), συζήτηση, διάλογος, στιχομυθία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διάλογος: ὁ
1) разговор, беседа Plat., Arst.: οἱ Σωκρατικοὶ διάλογοι Arst. сократические диалоги;
2) рассуждение: τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις Arst. диалектический метод.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλογος -ου, ὁ [διαλέγομαι] dialoog, gesprek; ook als lit. genre.
Middle Liddell
διάλογος, ὁ, n διαλέγομαι
a conversation, dialogue, Plat.