ῥάχη: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rachi
|Transliteration C=rachi
|Beta Code=r(a/xh
|Beta Code=r(a/xh
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. for [[ῥάχος]],= ῥαχός <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">Poll.1.225</span> (ῥάχην ἢ ῥάχον). ῥάχι· <b class="b3">τὸ στέμφυλον</b>, Hsch.</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ἡ</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. for [[ῥάχος]],= ῥαχός <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">Poll.1.225</span> (ῥάχην ἢ ῥάχον). ῥάχι· <b class="b3">τὸ στέμφυλον</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:46, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάχη Medium diacritics: ῥάχη Low diacritics: ράχη Capitals: ΡΑΧΗ
Transliteration A: rháchē Transliteration B: rhachē Transliteration C: rachi Beta Code: r(a/xh

English (LSJ)

[ᾱ], ἡ,    A v.l. for ῥάχος,= ῥαχός 1.1, Poll.1.225 (ῥάχην ἢ ῥάχον). ῥάχι· τὸ στέμφυλον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 835] ἡ, = ῥάχος, ἡ, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάχη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ῥάχος, (ἡ), Ι, 2, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
η / ῥάχις, ΝΜΑ
1. το κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης μέρος του κορμού, δεξιά και αριστερά της, που περιλαμβάνεται μεταξύ ώμου και αυχένα προς τα επάνω και λεκάνης προς τα κάτω, η πλάτη
2. η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά (α. «με πονάει όλη μου η ράχη» β. «σύγκειται δ' ἡ ῥάχις ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία», Αριστοτ.)
3. η πλάγια ανηφορική έκταση όρους ή λόφου, η πλαγιά (α. «ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι», δημ. τραγούδι
β. «κατέβαινε κατὰ τήν ἐπὶ τὰ πεδία κατατείνουσαν ῥάχιν», Πολ.)
4. κορυφογραμμή χαμηλού όρους ή λόφου (α. «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», Σολωμ.
β. «παράλληλοι δὲ τινες ῥάχεις ὀρῶν παρατείνουσι τῷ ποταμῷ», Στραβ.)
νεοελλ.
1. επίμηκες μεσαίο τμήμα του σώματος, αμφίπλευρης μεν συμμετρίας αλλά κυρτό, ενός ζώου, ή φυτού
2. μτφ. κάθε κυρτή ή οπίσθια επιφάνεια ενός σώματος ή αντικειμένου («η ράχη του βιβλίου»)
3. ο άξονας του φτερού ενός πτηνού
4. βοτ. α) ο κύριος άξονας ενός πτερωτού φύλλου
β) ο κύριος άξονας μιας ταξιανθίας
5. φρ. α) «η ράχη του καθίσματος [ή της πολυθρόνας ή του καναπέ]» — το ερεισίνωτο, το μέρος όπου ο καθισμένος ακουμπά την πλάτη του
β) «η ράχη του μαχαιριού» — η αντίθετη προς την κόψη του μαχαιριού πλευρά
γ) «του γύρισε τη ράχη» — του φέρθηκε με περιφρόνηση
δ) «τον τρώει η ράχη του» — προκαλεί και μπορεί να τον δείρουν
ε) «τον έχω στη ράχη μου» — τον συντηρώ
στ) «έχει ενενήντα χρόνια στη ράχη του» — είναι ενενήντα ετών
αρχ.
1. η πλάγια πλευρά του ρινικού οστού («τὰ δ' ἑκατέρωθεν ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς ῥάχις», Πολυδ.)
2. η εξωτερική άκρη τών πλοκαμιών του χταποδιού
3. ο κορμός του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾰχις ανάγεται στην ΙΕ ρίζα wrăgh- ή wrāgh- (με -α-, πρβλ. ῥᾱχός) με σημ. «αγκάθι, μύτη, κορυφή» και συνδέεται με λιθουαν. ražys «καλαμιώνας με σιτηρά», ražas «καλαμιώνας, ξερό κλαδί». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀρήχου τῆς αἱμασιᾶς, όπου το - αποτελεί πιθ. διαφορετική αντιπροσώπευση του αρκτικού F. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με τους τ. ῥαχία και ῥάσσω παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Για τη σχέση ανάμεσα στη σημ. της λ. ῥάχις «σπονδυλική στήλη» και τη σημ. της ρίζας «αγκάθι, μύτη» (πρβλ. και ῥαχός «ακανθώδης θάμνος, φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά») πρβλ. και τις ανάλογες σημ. τών λέξεων: ἄκανθα «αγκάθι, σπονδυλική στήλη ψαριού», λατ. spina «αγκάθι, ράχη», γαλλ. epine dorsale «ραχοκοκαλιά» (< epine «αγκάθι»), βλ. λ. άκανθα].
(II)
ἡ, Α
το ῥάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ῥάχος, το, με αλλαγή γένους].