τετραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] verstärkte Form von τραω, [[τιτράω]], dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird,<b class="b2"> bohren</b>, durchbohren; aor. ἐτέτρηνα, Il. 22, 396 Od. 5, 247. 23, 198; sp. D.; ἐπ' ὄρτυγι τετρανθεὶς [[αὐλός]], Leon. Tar. 12 (VI, 296).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] verstärkte Form von τραω, [[τιτράω]], dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird, [[bohren]], durchbohren; aor. ἐτέτρηνα, Il. 22, 396 Od. 5, 247. 23, 198; sp. D.; ἐπ' ὄρτυγι τετρανθεὶς [[αὐλός]], Leon. Tar. 12 (VI, 296).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:55, 6 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραίνω Medium diacritics: τετραίνω Low diacritics: τετραίνω Capitals: ΤΕΤΡΑΙΝΩ
Transliteration A: tetraínō Transliteration B: tetrainō Transliteration C: tetraino Beta Code: tetrai/nw

English (LSJ)

(pres. in compd. A συν- A.Ch.451 (lyr.), Hdt.2.11); fut. τετρᾰνῶ Kourouniotes Ἐλευσινιακά i 190 (iv B.C.); Ion. fut. τετρᾰνέω (δια-) Hdt.3.12: Ep. aor. τέτρηνα, the only tense used by Hom.; Att. inf. τετρᾶναι IG12.372E8, 22.1678a A5; part. ἐν-τετράνας ib. 1665.18, 1672.176:—Med., aor. ἐτετρηνάμην Gal.UP15.6, (δι-) Ar. Th.18:—Pass., aor. ἐτετράνθην Lyc.781, AP (v. infr.). Other tenses are formed from stem τρη- (never τρᾱ-), fut. τρήσω Lyc.665: aor. ἔτρησα Hp.Morb.2.28, LXX 4 Ki.12.9, IG7.3073.71 (Lebad., ii B.C.), etc., (συν-) Pl.Ti.91a, etc.:—Med., aor. ἐτρησάμην (δι-) Gal.4.708:— Pass., aor. ἐτρήθην Gp.5.33.7, (ἀν-) Trypho ap.Ath.4.182e: pf. τέτρημαι (v. infr.): plpf. 3pl. τετρήατο Emp.84.9. A pres. τιτραίνω occurs in Thphr.HP5.4.5 (Pass.), with an aor. ἐτίτρᾱνα ib.2.7.6, 5.4.5: 3pl. im pf. Pass. τετρήνοντο in Call.Dian.244 is f.l. for τετρήναντο or τετραίνοντο, and τετρήνεται in Hp.Nat.Puer.17 f.l. for τετραίν-. The pres. τιτράω first in Pass. τιτρᾶται Hero Spir.2.35, Dsc.5.75, Hsch.; 2sg. pres. imper. Act. τίτρα PHolm.4.40: the pres. τίτρημι first in 3sg. pres. κατα-τίτρησι Gal.13.937; pres. part. nom. sg. fem. τιτρᾶσα Id.UP16.6; nom. pl. δια-τιτράντεα D.C.69.12. The compds. with διά and σύν are more used than the simple Verb; cf. also those with κατά, ἀνά, ἐν, and ἐκ:—bore through, pierce, perforate, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Il.22.396; τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Od.23.198, cf. 5.247:—Pass., πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Emp.100.3; λίθος τετρημένος Hdt.2.96; ὁ οὐρανὸς τέτρηται has holes in it, Id.4.158; τέτρηται δικτύου πλέον (Ahrens for τέτρωται) A.Ag.868; τέτρηνται, of the urinary passage, v.l. in Hp.Aër.9; ὥσπερ κόσκινον τέτρηται Ar.Fr.480; ὁ τετρημένος πίθος, v. πίθος 1.2; [Χάσμα] δι' ὅλης τῆς γῆς τετρημένον Pl.Phd.11 2a; κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρ. Arist.HA 496a22; τετρανθεὶς αὐλός AP6.296 (Leon.). (Cf. τέρετρον, τερηδών.)

German (Pape)

[Seite 1097] verstärkte Form von τραω, τιτράω, dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird, bohren, durchbohren; aor. ἐτέτρηνα, Il. 22, 396 Od. 5, 247. 23, 198; sp. D.; ἐπ' ὄρτυγι τετρανθεὶς αὐλός, Leon. Tar. 12 (VI, 296).

Greek (Liddell-Scott)

τετραίνω: Ἰων. μέλλ. τετρᾰνέω (δια-) Ἡρόδ. 3. 12· Ἐπικ. ἀόρ. τέτρηνα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. τύπος. - Μέσ., ἀόρ. ἐτετρηνάμην (δι-) Ἀριστοφάν. Θεσμ. 18. - Παθητ., ἀόρ. ἐτετράνθην Λυκόφρ. 781, Ἀνθ. (ἴδε κατωτ.). Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ *τράω, μέλλ. τρήσω Λυκόφρ. 665· ἀόρ. ἔτρησα Ἱππ. 471. 2, κλπ., (συν-) Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτρησάμην Γαλην. 4. 708. - Παθ., ἀόρ. ἐτρήθην Γεωπ., (ἀν-) Ἀθήν. 182Ε· πρκμ. τέτρημαι ἴδε κατωτ. - Ἕτερος ἐνεστὼς τιτραίνω ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ., μετ’ ἀορ. ἐτίτρᾱνα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6 κ. ἑξ., 5. 4, 5 (ἔνθα ἀναγνωστέον ἐτέτρᾱνα)· τὸ γ΄ πληθ. παθ. παρατ. τετρήνοντο παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 244, εἶναι πιθ. πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετρήναντο ἢ τετραίνοντο· καὶ τὸ τετρήνεται παρ’ Ἱπποκρ. 238, 21 πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετραιν-. Ὁ ἐνεστ. τιτράω πρῶτον παρὰ τῷ Διοσκ. 5. 77, 85, Φώτ. Μετοχ. διατιτράντες (οἱονεὶ ἐξ ὁριστ. -τίτρημι) Δίων Κ. 69. 12. Παθ. τίτραμαι Ὀρειβάσ. (Ἐκ τῆς √ ΤΕΡ, ἴδε ἐν λ. τείρω). Καθόλου εἰπεῖν, τὰ σύνθετα μετὰ τῆς διὰ καὶ σὺν εἶναι συνηθέστερα τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος, πρβλ. ὡσαύτως καὶ τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσ. κατὰ καὶ ἐκ. Τρυπῶ, διατρυπῶ, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Ἰλ. Χ. 396· τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Ὀδ. Ψ. 198, πρβλ. Ε. 247. - Παθητ., πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Ἐμπεδ. 345· λίθος τετρημένος Ἡρόδ. 2. 96· ὁ οὐρανὸς τέτρηται, ἔχει ὀπάς, ὁ αὐτ. 4. 158· τέτρηται δικτύου πλέον (οὕτως ὁ Ahr. ἀντὶ τέτρωται) Αἰσχύλ. Ἀγ. 868· τέτρητα, ἐπὶ τοῦ οὐρητῆρος ἀγωγοῦ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286· ὥσπερ κόσκινον τέτρηται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 404· ὁ τετρημένος πίθος, ἴδε ἐν λέξ. πίθος Ι. 2· χάσμα... δι’ ὅλης τῆς γῆς τετρ. Πλάτ. Φαίδων 112Α· κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρη. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 4· τετρανθεὶς αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 296. - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΖ΄, σελ. 273-4.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἐτέτρηνα, postér. ἐτέτρανα;
Pass. ao. ἐτετράνθην, pf. τέτρημαι;
percer.
Étymologie: cf. τιτράω.

English (Autenrieth)

(cf. τείρω), aor. τέτρηνε: pierce with holes, perforate, bore.

Spanish

perforar

Greek Monolingual

και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α
τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ter- «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ- (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με δισύλλαβη μορφή τερη- (πρβλ. τερε-τρον, τρῆ-μα). Αρχαιότεροι θεωρούνται οι σχηματισμοί από τη δισύλλαβη μορφή της ρίζας με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το β' τέ-τρη-μαι, τρῆ-μα, τρη-τός (πρβλ. βέ-βλη-μαι, βλῆ-μα, βλη-τός). Αντίθετα, ο ενεστ. τε-τρ-αίνω είναι νεώτερος σχηματισμός με κατάλ -αίνω (πιθ. κατά τα λειαίνω, ξαίνω ή κατά το σχήμα βαίνω: βέβηκα) και δυσερμήνευτο για τον ενεστ. αναδιπλασιασμό τε- αναλογικά προς τον παρακμ. τέ-τρημαι. Μεταγενέστερα ωστόσο απαντούν και οι τ. τιτράω, τίτρημι, τιτραίνω με τον αναμενόμενο ενεστ. αναδιπλασιασμό τι- (πρβλ. δί-δωμι, τί-θημι). Τέλος, ο τ. αορ. τε-τρᾶ-ναι έχει σχηματιστεί πιθανότατα < θ. τραν- του ρ. τετραίνω (< τε-τραν-) και όχι < θ. τρη- του παρακμ. τέ-τρη-μαι].

Greek Monotonic

τετραίνω: Ιων. μέλ. τετρᾰνέω· Επικ. αορ. τέτρηνα· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *τράω, μέλ. τρήσω, αόρ. ἔτρησα — Παθ., παρακ. τέτρημαι· τρυπάω, διατρυπώ, σε Όμηρ. — Παθ., λίθος τετρημένος, σε Ηρόδ.· ὁ οὐρανὸς τέτρηται, ο ουρανός έχει τρύπες, στον ίδ.· χάσμα τῆς γῆς τετρημένον, χάσμα σχηματισμένο από κομμάτιασμα της γης, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τετραίνω: (aor. ἐτέτρηνα - эп. τέτρηνα, поздн. ἐτέτρανα)
1) прокалывать (τένοντε ποδῶν Hom.);
2) просверливать (τι τερέτρῳ Hom.; λίθος τετρημένος Her.): αὐλὸς τετρανθείς Anth. свирель с отверстиями; χάσμα τετρημένον διά τινος Plat. отверстие, проходящее сквозь что-л.

Middle Liddell


to bore through, pierce, perforate, Hom.:—Pass., λίθος τετρημένος Hdt.; ὁ οὐρανὸς τέτρηται the sky has holes in it, Hdt.; χάσμα τῆς γῆς τετρημένον a chasm formed by perforating the earth, Plat.

Frisk Etymology German

τετραίνω: (A. in lyr., Hdt.),
{tetraínō}
Forms: Aor. τετρῆναι (Hom.), τετρᾶναι (att. Inschr.), Med. τετρήνασθαι (Ar., Gal.), Pass. τετρανθῆναι (Lyk., AP), Fut. τετρανέω (Hdt.), -νῶ (IVa); daneben Aor. τρῆσαι (Hp., Pl., hell. u. sp.), Med. -σασθαι (Gal.), Pass. -θῆναι (Trypho ap. Ath., Gp.), Fut. τρήσω (Lyk. u.a.), Perf. Med. τέτρημαι (ion. att.) mit den sekundären Präs. τιτράω, τίτρημι, τιτραίνω (hell. u. sp.), wozu Aor. τιτρᾶναι (Thphr.),
Grammar: v.
Meaning: durchbohren, durchlöchern.
Composita : meist m. Präfix, bes. δια-, συν-,
Derivative: Davon 1. τρητός durchbohrt (seit Il.; Ammann Μν. χάριν 1,16), ἄτρητος (Pl., Arist. u.a.), von den Präfix kompp. z.B. παράτρητος (Mediz. u.a.). 2. τρῆμα (διά-, παρά-, ἔκ- ~) n. Loch, Öffnung, Nadelöhr, Punkt auf dem Würfel (ion. att.) mit -άτιον (Hero u.a.), -ατώδης durchlöchert, -ατόεις ib. (AP), -ατίζω Würfel spielen, -ατίκτας (dor.), -ατῖται (pl.) Würfelspieler (Sophr., Poll., H.; Redard 47 f.). 3. τρῆσις (διά-, σύν- ~ usw.) f. das Durchbohren, Öffnung, Loch (ion. att.).
Etymology : Die Formen τέτρημαι, τρητός, τρῆμα mit einsilbiger langer Wurzelsilbe stimmen zu βέβλημαι, βλητός, βλῆμα, τέτμημαι, τμητός, τμῆμα usw.; dazu die zweisilbigen τέρετρον, ἀτέραμνος wie βέλεμνα, τέμαχος. Weitere Einzelheiten zum Ablaut bei Schwyzer 360 f. Das zugehörige Wz.-Präsens ist in lat. terō ‘(zer-)reiben (mit trī-vi wie τρίβω) erhalten. — Die zusammengehörigen τετραίνω, τετρανέω, τετρᾶναι müssen Neubildungen sein, anscheinend nach den Verba auf -αίνω ("nach βαίνω : βέβηκα?" Risch ̨ 118; vgl. noch δραίνω für δράω). Auf den Vergleich mit lit. trinù ‘(durch)reiben’ (WP. 1, 729, Pok. 1071) ist angesichts der starken Produktivität der Nasalverba im Litauischen nicht viel zu geben. Auffallend ist indessen auch der ε-Vokal der Reduplikationssilbe, der aus dem Perfekt geholt zu sein scheint und jedenfalls besser zu einem Aorist als zum Präsens paßt; vgl. die vereinzelt belegten τέτορεν, τετορήσας u.a. (s. τορεῖν). Ein Nomen *τέτρος (vgl. πέπλος) schwebt in der Luft. Vgl. τείρω und τορεῖν.
Page 2,885