καλχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλχαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πορφυρό, [[δίνω]] σε [[κάτι]] πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[ταράσσω]] τον νου μου, [[ανησυχώ]], [[σκέπτομαι]] ή [[εξετάζω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[βάθος]] («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ' [[ἔπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]] πολύ, [[ποθώ]], [[λαχταρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλχη]] <span style="color: red;">+</span> -[[αίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερδ</i>-[[αίνω]]). Η σημ. «ταράζομαι, [[ανησυχώ]]» του ρ. [[καλχαίνω]] απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. [[πορφύρω]] «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. [[πορφύρα]], που, με τη [[σειρά]] του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. [[κάλχη]] «[[πορφύρα]]»].
|mltxt=[[καλχαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πορφυρό, [[δίνω]] σε [[κάτι]] πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[ταράσσω]] τον νου μου, [[ανησυχώ]], [[σκέπτομαι]] ή [[εξετάζω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[βάθος]] («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ' [[ἔπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]] πολύ, [[ποθώ]], [[λαχταρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλχη]] <span style="color: red;">+</span> -[[αίνω]] ([[πρβλ]]. <i>κερδ</i>-[[αίνω]]). Η σημ. «ταράζομαι, [[ανησυχώ]]» του ρ. [[καλχαίνω]] απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. [[πορφύρω]] «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. [[πορφύρα]], που, με τη [[σειρά]] του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. [[κάλχη]] «[[πορφύρα]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλχαίνω Medium diacritics: καλχαίνω Low diacritics: καλχαίνω Capitals: ΚΑΛΧΑΙΝΩ
Transliteration A: kalchaínō Transliteration B: kalchainō Transliteration C: kalchaino Beta Code: kalxai/nw

English (LSJ)

(κάλχη) prop. A make purple:—Pass., to be purple, Nic. Th.641. II metaph. (cf. πορφύρω), make dark and troublous like a stormy sea, ponder deeply, κ. ἔπος S.Ant.20; ἀμφὶ τέκνοις E.Heracl. 40: c. inf., long, desire, Lyc.1457; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1315] (κάλχη, eigtl. aussehen wie das stürmische Meer, VLL. ἐκ βάθους ταράσσεται, vgl. πορφύρω, nur übertr.), in bewegter Gemüthsstimmung sein, sorgend nachdenken, nachsinnen über Etwas; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. Ant. 20; ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις, sorgend, Eur. Herc. Fur. 40; Lycophr. 1457 λέκτρων στερηθεὶς ὧν ἐκάλχαινεν τυχεῖν, heftig wünschen. – Bei Nic. Th. 641 ist καλχαίνεται v. l. für πορφύρεται, mit Purpur gefärbt.

Greek (Liddell-Scott)

καλχαίνω: (κάλχη) κυρίως, κάμνω τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι πορφυροῦς, Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πορφύρω (πρβλ. Κάλχας), κάμνω τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, σκέπτομαιἐξετάζω τι κατὰ βάθος, Λατ. volutare, καλ. ἔπος Σοφ. Ἀντ. 20· ἀμφί τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 40· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.

French (Bailly abrégé)

avoir la couleur foncée de la pourpre ; abs. avoir une teinte sombre ; fig. être sombre, être plongé dans des réflexions ; τι, méditer profondément qch.
Étymologie: κάλχη.

Greek Monolingual

καλχαίνω (Α)
1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα
2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα
3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ' ἔπος», Σοφ.)
4. μτφ. επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλχη + -αίνω (πρβλ. κερδ-αίνω). Η σημ. «ταράζομαι, ανησυχώ» του ρ. καλχαίνω απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. πορφύρω «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. πορφύρα, που, με τη σειρά του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. κάλχη «πορφύρα»].

Greek Monotonic

καλχαίνω: (κάλχη), κυρίως, κάνω κάτι βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., καθιστώ κάτι σκοτεινό και το αναταράζω όπως τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, συλλογίζομαι, ζυγιάζω με το νου εις βάθος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλχαίνω: быть омраченным, быть озабоченным (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. ты, кажется, чем-то взволнована.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλχαίνω [κάλχη: purperslak; vgl. πορφύρω] peinzen, piekeren, bezorgd zijn:. δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ ’ ἔπος het is namelijk duidelijk dat jij piekert over wat je gaat zeggen Soph. Ant. 20; ἐγὼ μὲν ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις ik ben bezorgd om deze kinderen Eur. Hcld. 40.

Middle Liddell

καλχαίνω, κάλχη
properly, to make purple: metaph. to make dark and troublous like a stormy sea, to ponder deeply, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains

⇢ Look up "καλχαίνω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)