κηρύλος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- ( | |mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- ([[πρβλ]].) αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[στικτός]]» και <i>săr</i><i>ī</i>- ([[ονομασία]] πτηνού), [[οπότε]] η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ke</i>-<i>ro</i>-, πιθ. δηλωτική χρώματος, [[είτε]] <i>κηλ</i>- ([[κηρύλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κηλ</i>-<i>ύλος</i> με [[ανομοίωση]]), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[κελαινός]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]]» ή, κατ' επικρατέστερη [[άποψη]], με το [[κήλων]] «[[επιβήτορας]]» ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κηρύλος]]<br />[[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]]). Τέλος, η γρφ. [[κειρύλος]] οφείλεται σε [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. [[κείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sts. identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύλος: ῡ, ὁ, εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, ἴσως τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ τύπος κειρύλος, μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς Ἀττικός, ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ σκῶμμα τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, ἔνθα οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ κείρω), «ξυραφοποῦλι», οὕτως εἰπεῖν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
halcyon mâle oiseau de mer, martin-pêcheur.
Étymologie: DELG cf. skr. śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.
Greek Monolingual
ο (Α κηρύλος και κειρύλος)
μυθικό θαλάσσιο πτηνό του είδους της αλκυόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ-ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα- (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra- «στικτός» και sărī- (ονομασία πτηνού), οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ke-ro-, πιθ. δηλωτική χρώματος, είτε κηλ- (κηρύλος < κηλ-ύλος με ανομοίωση), οπότε η λ. συνδέεται με το κελαινός «μαύρος, σκοτεινός» ή, κατ' επικρατέστερη άποψη, με το κήλων «επιβήτορας» (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. κηρύλος
ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός). Τέλος, η γρφ. κειρύλος οφείλεται σε λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. κείρω.
Greek Monotonic
κηρύλος: [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο τύπος κείρυλος είναι σκώμμα του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο κουρέας Σποργίλος (από το κείρω), «ξυραφοπούλι».
Russian (Dvoretsky)
κηρύλος: (ῠ) ὁ предполож. зимородок-самец Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρύλος -ου, ὁ ijsvogel; ook kom. verdraaid tot κειρύλος (ijsvogel). Aristoph. Av. 300.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, which was identified or compared with the kingfisher ἀλκυών (Alcm., Archil., Ar. Av. 299f. [here written κειρύλος as nickname referring to κείρειν], Arist.); see Thompson Birds s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -υλος (diminutive?), Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); from a basis κηρ-, or κηλ- (with dissimilation)? In the first case perh. with Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) to Skt. śārá- motley, śārī- name of a bird; cf. Frisk Nom. 6 w. n. 4 (IE. *ḱero-); in the latter case one connected κελαινός etc (s. v.), WP. 1, 420. One might follow Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. and connect *κηλ-ύλος with κήλων breeding stallion; cf. the description of the bird in H.: κηρύλος ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός. So no etym.
Middle Liddell
κηρῠ́λος, ὁ,
the halcyon. The form κείρυλος, is a joke in Ar., the barber Sporgilos being called (from κείρὠ, rasor-bird.
Frisk Etymology German
κηρύλος: {kērúlos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Vogels, der bisweilen mit dem Eisvogel ἀλκυών identifiziert oder verglichen wird (Alkm., Archil., Ar. Av. 299f. [hier κειρύλος geschrieben als Spitzname mit Beziehung auf κείρειν], Arist. u. a.); zur Sache Thompson Birds s. v.
Etymology : Bildung auf -υλος, wohl deminutivisch (Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); als Grundlage kommt nicht nur κηρ-, sondern auch κηλ- (mit Dissimilation) in Betracht. Im ersten Falle vielleicht mit Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) zu aind. śārá- bunt, śārī̆- N. eines Vogels; vgl. Frisk Nom. 6 m. A. 4 (idg. *ḱero-); im letzteren ist an κελαινός u. Verw. (s. d.) angeknüpft worden (WP. 1, 420). Man ist aber dann vielmehr geneigt, mit Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. *κηλύλος zu κήλων Zuchthengst zu ziehen; vgl. die Beschreibung des Vogels bei H.: κηρύλος· ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός.
Page 1,844-845