κρανίο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κρανίον]])<br /><b>1.</b> ο [[σκελετός]] της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο [[κύτος]] που περιέχει τον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[νεκροκεφαλή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κρανίου [[τόπος]]» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου [[τόπος]]», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρἄνον</i> (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, [[πρβλ]]. <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i>, <i>ωλέ</i>-<i>κρανον</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i>. Ο τ. [[κράνον]] θα [[πρέπει]] να προήλθε [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρασ</i>-<i>νον</i>, [[οπότε]] αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «[[κεφάλι]]», της οποίας σώζεται η γεν. <i>κρά</i>-<i>ατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>ατος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κραίνω]] [Ι]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], γεν. [[κρατός]], αναγόμενος στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i> «[[κέρας]], [[κεφαλή]]» ή στην παρεκτεταμένη της [[μορφή]] <i>krs</i>-<i>n</i>. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κράνα]]<br />[[κεφαλή]] [[είναι]] αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες ([[πρβλ]]. [[κρανιοθρυψία]], [[κρανιοπλαστική]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κρανιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιωτά]], <i>τα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρανιόλειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρανιοκέφαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιεκτομή]], [[κρανιηλασία]], <i>κρανιόγραμμα</i>, <i>κρανιογράφημα</i>, [[κρανιογραφία]], <i>κρανιογραφικός</i>, <i>κρανιογράφος</i>, [[κρανιοειδής]], [[κρανιοθηρία]], [[κρανιοθλάστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, <i>κρανιοθρύπτης</i>, [[κρανιοθρυψία]], <i>κρανιοκλασία</i>, <i>κρανιοκλάστης</i>, [[κρανιολατρεία]], [[κρανιολογία]], [[κρανιολογικός]], [[κρανιολόγος]], [[κρανιομαλάκυνση]], [[κρανιομαντεία]], [[κρανιομαντικός]], <i>κρανιοπλαστία</i>, [[κρανιοσκοπία]], [[κρανιοσκοπικός]], [[κρανιοσκόπος]], <i>κρανιοστάτης</i>, [[κρανιοσωματικός]], [[κρανιοτομία]], <i>κρανιοτόμος</i>, [[κρανιοφαρυγγίωμα]], <i>κρανιοφόρο</i>. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): [[δίκρανο]](<i>ν</i>), [[επίκρανο]](<i>ν</i>), <i>κιονόκρανω</i>(<i>ν</i>), [[ωλέκρανο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βούκρανον]], [[ημίκρανον]], [[κιόκρανον]], <i>λέκρανον</i>, [[λεοντόκρανον]], [[μεσόκρανον]], [[ολέκρανον]], [[οχετόκρανον]], [[πάγκρανον]], [[περίκρανον]], [[ποτίκρανον]], [[τοιχόκρανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρίκρανο]], [[ωλενόκρανο]]].
|mltxt=το (AM [[κρανίον]])<br /><b>1.</b> ο [[σκελετός]] της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο [[κύτος]] που περιέχει τον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[νεκροκεφαλή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κρανίου [[τόπος]]» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου [[τόπος]]», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρἄνον</i> (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, [[πρβλ]]. [[κιονόκρανον]], [[ωλέκρανον]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i>. Ο τ. [[κράνον]] θα [[πρέπει]] να προήλθε [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρασ</i>-<i>νον</i>, [[οπότε]] αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «[[κεφάλι]]», της οποίας σώζεται η γεν. <i>κρά</i>-<i>ατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>ατος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κραίνω]] [Ι]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], γεν. [[κρατός]], αναγόμενος στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i> «[[κέρας]], [[κεφαλή]]» ή στην παρεκτεταμένη της [[μορφή]] <i>krs</i>-<i>n</i>. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κράνα]]<br />[[κεφαλή]] [[είναι]] αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες ([[πρβλ]]. [[κρανιοθρυψία]], [[κρανιοπλαστική]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κρανιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιωτά]], <i>τα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρανιόλειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρανιοκέφαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιεκτομή]], [[κρανιηλασία]], <i>κρανιόγραμμα</i>, <i>κρανιογράφημα</i>, [[κρανιογραφία]], <i>κρανιογραφικός</i>, <i>κρανιογράφος</i>, [[κρανιοειδής]], [[κρανιοθηρία]], [[κρανιοθλάστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, <i>κρανιοθρύπτης</i>, [[κρανιοθρυψία]], <i>κρανιοκλασία</i>, <i>κρανιοκλάστης</i>, [[κρανιολατρεία]], [[κρανιολογία]], [[κρανιολογικός]], [[κρανιολόγος]], [[κρανιομαλάκυνση]], [[κρανιομαντεία]], [[κρανιομαντικός]], <i>κρανιοπλαστία</i>, [[κρανιοσκοπία]], [[κρανιοσκοπικός]], [[κρανιοσκόπος]], <i>κρανιοστάτης</i>, [[κρανιοσωματικός]], [[κρανιοτομία]], <i>κρανιοτόμος</i>, [[κρανιοφαρυγγίωμα]], <i>κρανιοφόρο</i>. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): [[δίκρανο]](<i>ν</i>), [[επίκρανο]](<i>ν</i>), <i>κιονόκρανω</i>(<i>ν</i>), [[ωλέκρανο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βούκρανον]], [[ημίκρανον]], [[κιόκρανον]], <i>λέκρανον</i>, [[λεοντόκρανον]], [[μεσόκρανον]], [[ολέκρανον]], [[οχετόκρανον]], [[πάγκρανον]], [[περίκρανον]], [[ποτίκρανον]], [[τοιχόκρανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρίκρανο]], [[ωλενόκρανο]]].
}}
}}

Revision as of 18:37, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM κρανίον)
1. ο σκελετός της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο κύτος που περιέχει τον εγκέφαλο
2. το κεφάλι
3. νεκροκεφαλή
4. φρ. «Κρανίου τόπος» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος», ΚΔ)
μσν.
πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρἄνον (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, πρβλ. κιονόκρανον, ωλέκρανον) + κατάλ. -ιον. Ο τ. κράνον θα πρέπει να προήλθε είτε < κρασ-νον, οπότε αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «κεφάλι», της οποίας σώζεται η γεν. κρά-ατος (< κράσ-ατος, βλ. λ. κραίνω [Ι]) είτε < κάρα, γεν. κρατός, αναγόμενος στη συνεσταλμένη βαθμίδα kr- της ΙΕ ρίζας ker-ә «κέρας, κεφαλή» ή στην παρεκτεταμένη της μορφή krs-n. Η γλώσσα του Ησυχίου κράνα
κεφαλή είναι αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες (πρβλ. κρανιοθρυψία, κρανιοπλαστική)].
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κρανιακός
νεοελλ.
κρανιωτά, τα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρανιόλειος
μσν.
κρανιοκέφαλος
νεοελλ.
κρανιεκτομή, κρανιηλασία, κρανιόγραμμα, κρανιογράφημα, κρανιογραφία, κρανιογραφικός, κρανιογράφος, κρανιοειδής, κρανιοθηρία, κρανιοθλάστης, κρανιοθραύστης, κρανιοθρύπτης, κρανιοθρυψία, κρανιοκλασία, κρανιοκλάστης, κρανιολατρεία, κρανιολογία, κρανιολογικός, κρανιολόγος, κρανιομαλάκυνση, κρανιομαντεία, κρανιομαντικός, κρανιοπλαστία, κρανιοσκοπία, κρανιοσκοπικός, κρανιοσκόπος, κρανιοστάτης, κρανιοσωματικός, κρανιοτομία, κρανιοτόμος, κρανιοφαρυγγίωμα, κρανιοφόρο. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): δίκρανο(ν), επίκρανο(ν), κιονόκρανω(ν), ωλέκρανο(ν)
αρχ.
βούκρανον, ημίκρανον, κιόκρανον, λέκρανον, λεοντόκρανον, μεσόκρανον, ολέκρανον, οχετόκρανον, πάγκρανον, περίκρανον, ποτίκρανον, τοιχόκρανον
νεοελλ.
τρίκρανο, ωλενόκρανο].