δίπλαξ: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-κος<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[in two layers]], [[double]] (Il.); as subst. f. a mantle (Hom., A. Pers. 277 [lyr.], Lyd.).<br />Derivatives: Cf. [[τρίπλαξ]] [[threefold]] (Il.).<br />Origin: IE [Indo-European] [834] <b class="b2">*du̯i-pl̥ḱ-</b> [[two-fold]]; rather to [802] <b class="b2">*pel-</b> [[fold]]<br />Etymology: Identical with Umbr. [[tuplak]] n. [[duplex]] = [[furca]], Lat. <b class="b2">du-</b>, [[tri-plex]] <b class="b2">two-, three-fold</b>, Bahuvrihicompoound with unclear second member, | |etymtx=-κος<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[in two layers]], [[double]] (Il.); as subst. f. a mantle (Hom., A. Pers. 277 [lyr.], Lyd.).<br />Derivatives: Cf. [[τρίπλαξ]] [[threefold]] (Il.).<br />Origin: IE [Indo-European] [834] <b class="b2">*du̯i-pl̥ḱ-</b> [[two-fold]]; rather to [802] <b class="b2">*pel-</b> [[fold]]<br />Etymology: Identical with Umbr. [[tuplak]] n. [[duplex]] = [[furca]], Lat. <b class="b2">du-</b>, [[tri-plex]] <b class="b2">two-, three-fold</b>, Bahuvrihicompoound with unclear second member, perhaps = [[πλάξ]] [[flatness]]; cf. also [[πληγή]] [[hit]] (cf. <b class="b3">ἁ-πληγίς</b> [[single mantle]] [Herod.], <b class="b3">δι-πληγίς</b> [[double mantle]] [Poll.]); more prob. is however [[πλέκω]] [[twine]], cf. [[δίπλος]]; s. W.-Hofmann s. [[duplex]]. - Cf. on [[διπλάσιος]] and Bechtel Lex. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:40, 14 September 2021
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, A in double folds or layers, δημός Il.23.243: generally, twofold, double, θεσμός Orph.Fr.247.37. II as substantive, δίπλαξ, ἡ, double-folded mantle, Il.3.126, Od.19.241, Lyd.Mag.1.17: dat. pl. διπλάκεσσιν dub. l. in A.Pers.277 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 639] ακος, doppelt zusammengelegt, aus zwei Lagen bestehend; vielleicht verwandt mit πλέκω, vgl. Latein. duplex, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 134. Bei Homer fünfmal: Iliad. 23, 243 δίπλακι δημῷ Versende und vs. 253 δίπλακα δημόν Versende; substantivisch ἡ δίπλαξ, ein Mantel, den man doppelt umnehmen kann, Doppelmantel, accusat. δίπλακα πορφυρέην Iliad. 3, 126. 22, 441 Odyss. 19, 241. Da es Iliad. 3, 126 heißt ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Τρώων θ' ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων und Iliad. 22, 441 ἥ γ' ἱστὸν ὕφαινε – δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσεν, so hielten Einige δίπλαξ für Bezeichnung eines Gewandes mit doppeltem oder doppelfarbigem Einschlag, eines buntgewirkten Mantels; beide Erklärungen neben einander in einem Schol. Iliad. 3, 126, δ ίπλα κα: διπλοΐδα χλαῖναν, οἱ δὲ δίμιτον χλαῖναν. Aristarch hielt die erste Erklärung für richtig. Scholl. Aristonic. Iliad. 3, 126 ἡ διπλῆ, ὅτι παραλέλειπται τὸ κύριον, ἡ χλαῖνα. λέγει δὲ δίπλακα χλαῖναν ἣν ἔστι διπλῆν ἀμφιέσασθαι; vgl. Schol. Iliad. 22, 441 δίπλακα: διπλοΐδα, ἣν οἷόν τε διπλῆν περιβαλέσθαι und Lehrs Anm. in Friedländers Aristonicus zu Iliad 3, 126. – Antp. Th. 82 (VII, 413) nominat. δίπλαξ; Orph. frgm. 2, 57 δίπλακα θεσμόν; Aesch. Pers. 277 πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν sehr verschieden erklärt, s. die Ausleger, vielleicht am Einfachsten von den Mänteln zu verstehn, in denen die Leichen der Perser auf dem Meere treiben.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δημὸς Ἰλ. Ψ. 243 (πρβλ. δίπτυχος)· θεσμὸς Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., δίπλαξ, ἡ, χλαῖνα διπλωμένη, ὡς τὸ διπλῆ, διπλοῖς, Λατ. duplex laena, Ἰλ. Γ. 126, Ὀδ. Τ. 241· ἢ (κατ’ ἄλλους) ποικίλος, πεποικιλμένος, ὑφασμένος διὰ κλωστῶν διαφόρων χρωμάτων, ἢ μὲ διπλῆν κρόκην ὡς τὸ δίμιτος. - Ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 277, ὁ Herm. ἑρμηνεύει πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσι, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν σημασίαν ἐπὶ τῶν χλαμύδων τῶν Περσῶν ἐπιπλεουσῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων· ἕτεροι φρονοῦσιν ὅτι δίπλακες εἶναι σανίδες τοῦ πλοίου (αἵτινες διπλοῦνται ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης, πρβλ. διπλόη), ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
I. adj. double, qui forme deux couches;
II. subst. (ἡ) :
1 (s.e. χλαῖνα) manteau pouvant faire deux fois le tour du corps;
2 planche de vaisseau.
Étymologie: δίς, πλέκω.
English (Autenrieth)
ακος (πλέκω): doubled, laid double, δημός, Il. 23.243; as subst., sc. χλαῖνα, double mantle, Il. 3.126.
Spanish (DGE)
-ᾰκος
• Morfología: [plu. dat. -κεσσιν A.Pers.277]
1 dispuesto en dos capas y por ext. doble δημός Il.23.243, Nonn.D.37.92, λώπη Theoc.25.254, φλοιῶτιν ... σκέπην ref. a la muralla de madera de la acrópolis ateniense, Lyc.1422, θεσμός Orph.Fr.247.37, ὕμνος por estar compuesto en dos ritmos Lyr.Alex.Adesp.SHell.990.2 (dud.), καθάπτετε δίπλακα σειρήν AP 3.7, μίτρη Nonn.D.9.130.
2 subst. ἡ δ. manto doble, Il.3.126, Od.19.241, A.Pers.277, A.R.1.326, 1.722, Lyd.Mag.1.17, Nonn.D.24.316, Eust.393.3, propio de los cínicos AP 7.413 (Antip.Sid.).
• Etimología: Comp. de δι(σ)- y de πλάξ (cf. lat. du-plex), este último quizá de la r. de πλέκω en grado ø. ¿O de πλάξ ‘superficie’? ¿O de πληγή ‘golpe’?
Greek Monolingual
ο, η (Α δίπλαξ)
νεοελλ.
1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι
2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος του τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος
αρχ.
1. διπλωμένος
2. διπλός
3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας
β) δίμιτη χλαίνη, διπλά υφασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίπλαξ είναι σύνθετη από τα δι- (βλ. δις) και πλαξ (πρβλ. τρίπλαξ και λατ. duplex, rplex, ουμβρ. tuplax «δίκρανο»). Το β' συνθετικό της λέξεως (-πλαξ) είναι αμφίβολης προελεύσεως. Συνδέθηκε αφ' ενός με το πλέκω (πρβλ. λατ. -plex με τα plico, plecto «διπλώνω»), αφ' ετέρου με το πληγή, ενώ κατ' άλλους είναι το γνωστό πλαξ «πλάκα, επιφάνεια»].
Greek Monotonic
δίπλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει δύο πτυχές, δίπτυχος, διπλωμένος, αυτός που έχει διπλές πτυχώσεις, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ως ουσ., δίπλαξ, ἡ, μανδύας, χλαίνη διπλωμένη, σε Όμηρ.
2. στον πληθ., σανίδες πλοίου (διπλωμένη η μία πάνω από την άλλη), σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δίπλαξ: ᾰκος adj. двойной, состоящий из двух слоев (δημός Hom.).
ᾰκος ἡ (sc. χλαῖνα) двойной (т. е. дважды обертываемый) плащ Hom., Anth.
Frisk Etymological English
-κος
Grammatical information: adj.
Meaning: in two layers, double (Il.); as subst. f. a mantle (Hom., A. Pers. 277 [lyr.], Lyd.).
Derivatives: Cf. τρίπλαξ threefold (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [834] *du̯i-pl̥ḱ- two-fold; rather to [802] *pel- fold
Etymology: Identical with Umbr. tuplak n. duplex = furca, Lat. du-, tri-plex two-, three-fold, Bahuvrihicompoound with unclear second member, perhaps = πλάξ flatness; cf. also πληγή hit (cf. ἁ-πληγίς single mantle [Herod.], δι-πληγίς double mantle [Poll.]); more prob. is however πλέκω twine, cf. δίπλος; s. W.-Hofmann s. duplex. - Cf. on διπλάσιος and Bechtel Lex.
Middle Liddell
δί-πλαξ, ᾰκος, n
I. twofold, double, in double folds, Il.
II. as substantive, δίπλαξ, a double-folded mantle, Hom.
2. in plural ship-planks (doubled one over the one below), Aesch.
Frisk Etymology German
δίπλαξ: -κος
{díplaks}
Meaning: in zwei Schichten, zweifach, doppelt (Il., Orph.); als Subst. f. Doppelgewand (Hom., A. Pers. 277 [lyr.], Lyd.).
Derivative: Daneben τρίπλαξ dreifach (Il.).
Etymology : Mit umbr. tuplak n. duplex = furca, lat. du-, tri-plex ‘zwei-, dreifach’ identisch, Bahuvrihikompositum mit mehrdeutigem Hinterglied, ehestens = πλάξ Fläche; auch πληγή Schlag (vgl. ἁπληγίς Einzelgewand [Herod., S. u. Ar. Fr.], διπληγίς Doppelgewand [Poll.]) und πλέκω flechten sind herangezogen worden; s. die Lit. und die Gegenargumente bei W.-Hofmann s. duplex. — Vgl. zu διπλάσιος und Bechtel Lex.
Page 1,397