διαφόρησις: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαφόρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> расхищение, грабеж (ἁρπαγαὶ καὶ διαφορήσεις πλούτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> колебание, смущение (πλάνην τινὰ καὶ διαφόρησιν ἔχειν Plut.). | |elrutext='''διαφόρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[расхищение]], [[грабеж]] (ἁρπαγαὶ καὶ διαφορήσεις πλούτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[колебание]], [[смущение]] (πλάνην τινὰ καὶ διαφόρησιν ἔχειν Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διαφόρησις]], εως <i>n</i> [from [[διαφορέω]]<br />a [[plundering]], Plut. | |mdlsjtxt=[[διαφόρησις]], εως <i>n</i> [from [[διαφορέω]]<br />a [[plundering]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A plundering, stealing, προβάτων PTeb.72.239 (ii B.C.): pl., Plu. Cor.9, Cic.14. II evaporation, dissipation, Sor.1.22, Olymp.in Mete.145.14; perspiration, Cic.Fam.16.18.1; δ. τῶν ἱδρώτων Plu.Fr. inc.149. 2 dispersion, discussion, Gal.10.919. 3 exhaustion, Cael.Aur.CP1.15,al. III dubitation, perplexity, Plu.2.389a.
German (Pape)
[Seite 612] ἡ, das Zerstreuen; καὶ ἀρπαγαὶ χρημάτων Plut. Coriol. 9, u. öfter; Auflösung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαφόρησις: -εως, ἡ, ἁρπαγή, διαρπαγή, Πλούτ. Κορ. 9, κλπ. ΙΙ. ἀφίδρωσις, Γαλην. 10, 310. ΙΙΙ. ἀμφιβολία, περιπλοκή, ἀμηχανία, Πλούτ. 2. 389Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 pillage;
2 agitation de l’esprit, trouble.
Étymologie: διαφορέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
A Ic. idea de supresión
1 robo προβάτων PTeb.64(b).16, 72.239 (ambos II a.C.), ἁρπαγαὶ ... καὶ διαφορήσεις χρημάτων Plu.Cor.9, cf. Cic.14.
2 mat. substracción, resta κατὰ διαφόρησιν πάντων τῶν ἀριθμῶν Iambl.in Nic.76.
II c. idea de variación
1 extravío, duda παθῶν μεστὰ (τὰ διθυραμβικά) καὶ μεταβολῆς πλάνην ... καὶ διαφόρησιν ἐχούσης Plu.2.389a.
2 variación τὰς βάσεις καὶ διαφορήσεις (τῆς σελήνης) las fases y variaciones (de la luna), Plu.2.933c.
3 diferenciación, ret. differentia personarum, Schem.dian.33, Cassiod.in Psalm.36.22.
B cien., gener. de líquidos
I medic.
1 excreción de diferentes tipos: sudor esp. el copioso θέρους ... πολλῆς διαφορήσεως δι' ὅλου γινομένης τοῦ σώματος Sor.15.11
•el que acompaña a varios tipos de enfermedad sudor diaforético συγκοπτικὰς διαφορήσεις Gal.7.467
•exudación, tibi διαφόρησιν gaudeo profuisse Cic.Fam.16.18.1
•de tumores, etc. secreción διαφόρησιν, φλεγμαίνοντι μορίῳ χυμόν Gal.10.919, cf. Aët.12.33, Pall.in Hp.Fract.56.20, τῶν ὑγρῶν Alex.Trall.1.447
•evacuación δ. ... καὶ ἀποικονόμησις τῶν ἐν ἡμῖν Cass.Pr.70, κενώσεις καὶ διαφορήσεις Nemes.Nat.Hom.M.40.520B.
2 disolución, disipación, resolución τῶν ἐνοχλούντων πνευμάτων εἰς διαφόρησιν ἐλθόντων Alex.Trall.1.299, ἡ μὲν τῶν σκιρρουμένων μορίων μάλαξίς τε καὶ δ. Aët.15.4, de humores ἡ μὲν δ. εὐκταιοτάτη τῶν ἰάσεών ἐστι Gal.7.738, op. διαμονή Gal.18(1).239, cf. Alex.Trall.2.129.
3 disolución de las fuerzas, agotamiento esp. la de origen mórbido, acompañada de sudor copioso ne latenter effusione frecuente[r] aegrotantes in diaforesin ueniant Cael.Aur.CP 1.11.85, cf. 1.3.38, uirium plena resolutio quam cardiacam diaforesin apellamus Theod.Prisc.Log.35, sin este sudor sine sudore uires soluuntur et naturalis uigor disiectione occulta, quam Graeci ἄδηλον διαφόρησιν uocant, extinguitur Cael.Aur.CP 2.32.172
•gener. ὅσοις ἡ δύναμις ... φέρειν δύναται τὴν ἀπὸ τοῦ χλιαροῦ γινομένην ἔκλυσίν τε καὶ διαφόρησιν Alex.Trall.1.327.
II fil. y fís. pérdida de líquido τὸ παχυνόμενον τῇ διαφορήσει τοῦ συμφύτου ὑγροῦ παχύνεσθαι Olymp.in Mete.309.12, de los procesos de evaporación y filtración del agua, Olymp.in Mete.145.14
•gener. pérdida de sustancia ῥευστὴν εἶναι λεγόντων τὴν οὐσίαν, καὶ ἀεὶ διαφορήσεις τε καὶ προσθέσεις ποιουμένην S.E.P.3.115.
Greek Monotonic
διαφόρησις: -εως, ἡ, λεηλασία, διαρπαγή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαφόρησις: εως ἡ
1) расхищение, грабеж (ἁρπαγαὶ καὶ διαφορήσεις πλούτων Plut.);
2) колебание, смущение (πλάνην τινὰ καὶ διαφόρησιν ἔχειν Plut.).
Middle Liddell
διαφόρησις, εως n [from διαφορέω
a plundering, Plut.