ὀμίχλη: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[fog]] (Il., A., Ar., X.);<br />Other forms: (Att. <b class="b3">ὁ-</b> w. sec. asp., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 187).<br />Compounds: [[ἀνόμιχλος]] = [[fogless]], [[without fog]] (Arist.).<br />Derivatives: [[ὀμιχλώδης]] = [[hazy]] (hell.), [[ὀμιχλήεις]] <b class="b2">id.</b> (Nonn.). [[ὀμιχλόομαι]] (hell.), [[ὀμιχλαίνω]] (Lyd.) to [[become vapour]].<br />Origin: IE [Indo-European] [712] <b class="b2">*h₃migh-la</b> [[fog]]<br />Etymology: Identical with a Balto-Slav. word for [[fog]], e.g. Lith. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[fog]] (Il., A., Ar., X.);<br />Other forms: (Att. <b class="b3">ὁ-</b> w. sec. asp., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 187).<br />Compounds: [[ἀνόμιχλος]] = [[fogless]], [[without fog]] (Arist.).<br />Derivatives: [[ὀμιχλώδης]] = [[hazy]] (hell.), [[ὀμιχλήεις]] <b class="b2">id.</b> (Nonn.). [[ὀμιχλόομαι]] (hell.), [[ὀμιχλαίνω]] (Lyd.) to [[become vapour]].<br />Origin: IE [Indo-European] [712] <b class="b2">*h₃migh-la</b> [[fog]]<br />Etymology: Identical with a Balto-Slav. word for [[fog]], e.g. Lith. [[miglà]], OCS [[mъgla]] f., IE <b class="b2">*mighlā</b> (<b class="b3">ὀ-</b> prothet., suffix as in [[νεφέλη]]); beside this old [[l-]]formation (to which also Dutch dial. [[miggelen]] [[missle]]) stands partly a zero grade root noun in Skt. [[mih-]] f. [[fog]], partly a fullgrade [[o-]]stem, e.g. Skt. [[meghá-]] m. [[cloud]]; IE <b class="b2">*migh-</b> resp. <b class="b2">*moigho-</b>. More forms in WP. 2, 247, Pok. 712, Fraenkel s. [[miglà]], Vasmer s. [[mglá]]; see also Porzig Gliederung 161 a. 169 f. -- To be kept separate [[ὀμείχω]] [[irinate]] a. cogn. (IE <b class="b2">*h₃meiǵh-</b>, with palatal). On [[ἀμιχθαλόεσσα]] [[sub verbo|s.v.]] (also Ruijgh L'élém. ach. 145). | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |
Revision as of 18:55, 20 August 2022
English (LSJ)
A ὁμίχλη Eust.117.33 and v. infr.; a form ὀμίχλα is condemned by Hdn. Philet.p.445 P., ἡ, mist, vapour, vapor, fog (not so thick as νέφος or νεφέλη, Arist. Mete.346b33, cf. Mu.394a19), Hom. only in Il.; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην 3.10; so Thetis rises from the sea, ἠΰτ' ὀμίχλη 1.359; ὀμίχλη καὶ δρόσος Ar.Nu.330; κονίης ὀμίχλην Il.13.336; ὀμίχλη ἐγένετο X.An.4.2.7, etc. : metaph., ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων = a mist full of tears came over my eyes A.Pr.145(lyr.).
2 cloud-like darkness, gloom, κατὰ νυκτὸς ὀ. AP5.228 (Maced.), cf. Orph.A.521, etc.
3 the steam of cookery, Mnesim.4.64. (Cf. Lith. miglà 'mist'.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀμίχλη: ἡ, Ἰων. ὀμίχλη, Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε ὀμιχέω)· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ νέφος ἢ νεφέλη, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι νότος κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 οὕτως ἡ Θέτις ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ ὀμίχλη Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην αὐτόθι Ν. 336 ὀμίχλη ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) σκότος, ζόφος ὅμοιος μὲ νέφος, ἀχλύς, κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους ὀμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. et épq. c. ὁμίχλη.
English (Autenrieth)
mist, cloud; fig., of dust, Il. 13.336. (Il.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀμίχλη και ὁμίχλη, Α δωρ. τ. ὁμίχλα)
1. ύπαρξη νέφους με μικρά υδροσταγονίδια κοντά στην επιφάνεια του εδάφους και πυκνότητα τέτοια ώστε η ορατότητα σε οριζόντια διεύθυνση να είναι μικρότερη από 1.000 μέτρα, αντάρα, καταχνιά
2. (κατ' επέκτ.) σκοτάδι, σκοτεινιά (α. «εις την ομίχλην του θανάτου», Κάλβ.
β. «κατὰ νυκτὸς ὀμίχλην», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ομίχλη αναστροφής»
(μετεωρ.) ομίχλη που προκαλείται από νέφος τύπου στρώματος παγιδευμένο κάτω από τη βάση μιας θερμοκρασιακής αναστροφής
β) «σήματα ομίχλης»
ναυτ. ειδικά ηχητικά ή φωτεινά σήματα που εκπέμπονται από φάρους, σημαντήρες ή πλοία όταν επικρατούν συνθήκες ομίχλης
αρχ.
1. θόλωση τών οφθαλμών, θολούρα («ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων», Αισχύλ.)
2. αχνός που αναδίδεται από διάφορα θυμιάματα τα οποία καίγονται ή από διάφορα είδη που μαγειρεύονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας meiğh- «σκοτεινιάζω, σύννεφο, ομίχλη», με προθεματικό φωνήεν ὀ- και επίθημα -lā (για το επίθημα με -λ
βλ. λ. νεφέλη), και αντιστοιχεί με λιθουαν. migla, αρχ. σλαβ. mĭgla. Στην ίδια ρίζα, εξάλλου, ανάγονται και τα: αρχ. ινδ. negha- «σύννεφο», mih- «ομίχλη, καταχνιά», αβεστ. maēya- «σύννεφο», αρμ. mēg «ομίχλη, καταχνιά». Τέλος, ο τ. ὁμίχλη με δασεία είναι εσφ.
ΠΑΡ. ομιχλώδης
αρχ.
ομιχλαίνω, ομιχλήεις, ομιχλούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ομιχλοειδής
νεοελλ.
ομιχλόκερας
(Β' συνθετικό) αρχ. ανόμιχλος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: fog (Il., A., Ar., X.);
Other forms: (Att. ὁ- w. sec. asp., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 187).
Compounds: ἀνόμιχλος = fogless, without fog (Arist.).
Derivatives: ὀμιχλώδης = hazy (hell.), ὀμιχλήεις id. (Nonn.). ὀμιχλόομαι (hell.), ὀμιχλαίνω (Lyd.) to become vapour.
Origin: IE [Indo-European] [712] *h₃migh-la fog
Etymology: Identical with a Balto-Slav. word for fog, e.g. Lith. miglà, OCS mъgla f., IE *mighlā (ὀ- prothet., suffix as in νεφέλη); beside this old l-formation (to which also Dutch dial. miggelen missle) stands partly a zero grade root noun in Skt. mih- f. fog, partly a fullgrade o-stem, e.g. Skt. meghá- m. cloud; IE *migh- resp. *moigho-. More forms in WP. 2, 247, Pok. 712, Fraenkel s. miglà, Vasmer s. mglá; see also Porzig Gliederung 161 a. 169 f. -- To be kept separate ὀμείχω irinate a. cogn. (IE *h₃meiǵh-, with palatal). On ἀμιχθαλόεσσα s.v. (also Ruijgh L'élém. ach. 145).
Frisk Etymology German
ὀμίχλη: {omíkhlē}
Forms: (att. ὁ- m. sekund. Asp., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 187)
Grammar: f.
Meaning: Nebel (Il., A., Ar., X. u.a.);
Composita : ἀνόμιχλος ohne Nebel (Arist.),
Derivative: Davon ὀμιχλώδης nebelig (hell. u. sp.), -ήεις ib. (Nonn.). -όομαι (hell. u. sp.), -αίνω (Lyd.) zu Nebel werden.
Etymology : Mit einem baltoslav. Wort für Nebel, z.B. lit. miglà, aksl. mъgla f. identisch, idg. *mighlā (ὀ- prothet., Suffix wie in νεφέλη); neben dieser alten l-Bildung (wozu noch ndl. dial. miggelen staubregnen) stehen teils ein schwundstufiges Wz.nomen in aind. mih- f. Nebel, Dunst, teils ein hochstufiger o-Stamm, z.B. aind. meghá- m. Wolke; idg. *migh- bzw. *moigho-. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 247, Pok. 712, Fraenkel s. miglà, Vasmer s. mglá; dazu noch Porzig Gliederung 161 u. 169 f. — Fernzuhalten ist ὀμείχω harnen u. Verw. (idg. meiĝh-, mit Palatal). Vgl. ἀμιχθαλόεσσα (dazu noch Ruijgh L’élém. ach. 145).
Page 2,387