συμφυΐα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμφυΐα:''' ἡ сращение, сращенность Plut., Sext. | |elrutext='''συμφυΐα:''' ἡ [[сращение]], [[сращенность]] Plut., Sext. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc. | |elnltext=συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A = σύμφυσις, Ph.2.319, Plu.2.1080f, 1112a, S.E.M.7.129, etc.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, = σύμφυσις; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφυΐα: ἡ, = σύμφυσις, Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. συμφυή.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συμφυής
1. η ιδιότητα του συμφυούς
2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση
νεοελλ.
(μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με σαφώς χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε θερμοκρασία κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του
μσν.-αρχ.
1. αρμονία, συμφωνία («τίς ἡ κοινωνία τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ συμφυΐα καὶ σύμπνοια;», Γρηγ. Ναζ.)
2. σύμπνοια, ομοφωνία
3. συνάφεια, σύνδεση
4. ταυτότητα.
Russian (Dvoretsky)
συμφυΐα: ἡ сращение, сращенность Plut., Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.