συμπαραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0984.png Seite 984]] (s. [[γίγνομαι]]), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0984.png Seite 984]] (s. [[γίγνομαι]]), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se présenter <i>ou</i> apparaître en même temps;<br /><b>2</b> se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραγίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραγίγνομαι''': ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.
|lstext='''συμπαραγίγνομαι''': ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se présenter <i>ou</i> apparaître en même temps;<br /><b>2</b> se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραγίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραγίγνομαι Medium diacritics: συμπαραγίγνομαι Low diacritics: συμπαραγίγνομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: symparagígnomai Transliteration B: symparagignomai Transliteration C: symparagignomai Beta Code: sumparagi/gnomai

English (LSJ)

A to be ready at the same time, of crops ripening, Hdt.4.199. 2 arrive or be present at the same time, PSI5.502.24 (iii B.C.); come together, Ev.Luc.23.48. 3 come together with, of planets, Vett.Val.64.22. II stand by another, τινι D.59.72, v.l. in 2 Ep.Ti.4.16; come in to assist, Th.2.82, 6.92.

German (Pape)

[Seite 984] (s. γίγνομαι), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 se présenter ou apparaître en même temps;
2 se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.
Étymologie: σύν, παραγίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραγίγνομαι: ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.

Greek Monolingual

και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλοὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].

Greek Monotonic

συμπαραγίγνομαι: μέλ. -γενήσομαι, αποθ., γίνομαι έτοιμος συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.
II. στέκομαι στο πλευρό κάποιου, έρχομαι να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραγίγνομαι: ион. συμπαραγίνομαι
1) одновременно появляться, подоспевать, приходить (ἐπὶ τὴν θεωρίαν NT): ὥστε καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. когда съеден первый урожай, поспевает последний (т. е. новый); βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. подоспев (на помощь) с небольшим отрядом;
2) помогать (τινι Dem., NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραγίγνομαι, Att. ξυμπαραγίγνομαι tegelijkertijd arriveren, tegelijkertijd verschijnen. Hdt. 4.199.2. samen (ergens naartoe) gaan, samenkomen:. οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην de mensen die voor het schouwspel samengekomen waren NT Luc. 23.48. te hulp komen; met dat. bijstaan, helpen.

Middle Liddell

fut. -γενήσομαι
Dep.
I. to be ready at the same time, of fruit ripening, Hdt.
II. to stand by another, to come in to assist, Thuc.