κυκλοτερής: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> arrondi au tour;<br /><b>2</b> qui s'arrondit : κυκλοτερὲς [[μέγα]] [[τόξον]] ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s'arrondit ; rond, circulaire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]], [[τείρω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> arrondi au tour;<br /><b>2</b> qui s'arrondit : κυκλοτερὲς [[μέγα]] [[τόξον]] ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s'arrondit ; rond, circulaire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]], [[τείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυκλοτερής -ές [κύκλος, τείρω] cirkelvormig, rond:. κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε hij spande de grote boog zodat die rond gebogen stond Il. 4.124; χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα ronde zilveren offerschalen Hdt. 1.51.5; γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου aarde, die als het ware met een passer rond is gemaakt Hdt. 4.36.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κυκλοτερής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кругом обточенный]], [[шаровидный]] (ἡ γῆ Her.; ὁ [[ὄγκος]] τῆς γῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[круглый]] (πλοῖα Her.; [[οἰκοδόμημα]] Xen.; [[βόθρος]] Plut.): κυκλοτερὲς [[μέγα]] [[τόξον]] ἔτεινεν Hom. он согнул в круг, т. е. сильно натянул огромный лук.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυκλοτερής:''' -ές ([[τείρω]]), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· [[έπειτα]] γενικά, [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς [[τόξον]] ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κυκλοτερής:''' -ές ([[τείρω]]), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· [[έπειτα]] γενικά, [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς [[τόξον]] ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυκλοτερής -ές [κύκλος, τείρω] cirkelvormig, rond:. κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε hij spande de grote boog zodat die rond gebogen stond Il. 4.124; χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα ronde zilveren offerschalen Hdt. 1.51.5; γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου aarde, die als het ware met een passer rond is gemaakt Hdt. 4.36.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κυκλοτερής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кругом обточенный]], [[шаровидный]] (ἡ γῆ Her.; ὁ [[ὄγκος]] τῆς γῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[круглый]] (πλοῖα Her.; [[οἰκοδόμημα]] Xen.; [[βόθρος]] Plut.): κυκλοτερὲς [[μέγα]] [[τόξον]] ἔτεινεν Hom. он согнул в круг, т. е. сильно натянул огромный лук.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοτερής Medium diacritics: κυκλοτερής Low diacritics: κυκλοτερής Capitals: ΚΥΚΛΟΤΕΡΗΣ
Transliteration A: kykloterḗs Transliteration B: kykloterēs Transliteration C: kykloteris Beta Code: kukloterh/s

English (LSJ)

ές, (τείρω) made round by turning (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Hdt.4.36): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124; ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th.145, Sc. 208; σφαῖρος Emp.27.4; φῶς Id.45; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; αὐχήν Pl.Smp.190a; κώθων Henioch. 1; οἰκοδόμημα X.HG4.5.6; κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael.294a8; γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete.362b13; πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7. Adv. κυκλοτερῶς = round and round, in a circle Placit.1.12.3, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [ῡ always, by position.]

German (Pape)

[Seite 1527] ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῦ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῦ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi au tour;
2 qui s'arrondit : κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s'arrondit ; rond, circulaire en gén.
Étymologie: κύκλος, τείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλοτερής -ές [κύκλος, τείρω] cirkelvormig, rond:. κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε hij spande de grote boog zodat die rond gebogen stond Il. 4.124; χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα ronde zilveren offerschalen Hdt. 1.51.5; γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου aarde, die als het ware met een passer rond is gemaakt Hdt. 4.36.2.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοτερής:
1) кругом обточенный, шаровидный (ἡ γῆ Her.; ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arst.);
2) круглый (πλοῖα Her.; οἰκοδόμημα Xen.; βόθρος Plut.): κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν Hom. он согнул в круг, т. е. сильно натянул огромный лук.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοτερής: -ές, (τείρω) κατεσκευασμένος στρογγύλος, (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως καθόλου, κυκλικός, στρογγύλος, κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε τόξον, τὸ ἐτέντωσε τόσον ὥστε νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· ἄλσος πάντοσε κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· οὖρος κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· οἰκοδόμημα Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ ὄγκος τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε.

English (Autenrieth)

ές (τείρω): circular, Od. 17.209; stretch or drawinto a circle,’ Il. 4.124.

Greek Monolingual

-ές (Α κυκλοτερής, -ές)
στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.).
επίρρ...
κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς)
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -τερής (< τείρω «εξαντλώ»].

Greek Monotonic

κυκλοτερής: -ές (τείρω), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, κυκλικός, στρογγυλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κυκλο-τερής, ές τείρω
made round by turning (as in a lathe), Hdt.: then, generally, round, circular, Hom., etc.; κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν stretched it into a circle, Il.

English (Woodhouse)

round

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)