φάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakos
|Transliteration C=farmakos
|Beta Code=fa/rmakos
|Beta Code=fa/rmakos
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ, [[poisoner]], [[sorcerer]], [[magician]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>7.11</span> (masc.), <span class="bibl"><span class="title">Ma.</span>3.5</span> (fem.), <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>21.8</span>, <span class="bibl">22.15</span>.
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ, [[poisoner]], [[sorcerer]], [[magician]], <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Ex.</span>7.11</span> (masc.), <span class="bibl"><span class="title">Ma.</span>3.5</span> (fem.), <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>21.8</span>, <span class="bibl">22.15</span>.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 09:20, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρμᾰκος Medium diacritics: φάρμακος Low diacritics: φάρμακος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: phármakos Transliteration B: pharmakos Transliteration C: farmakos Beta Code: fa/rmakos

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ, poisoner, sorcerer, magician, LXXEx.7.11 (masc.), Ma.3.5 (fem.), Apoc.21.8, 22.15.

English (Strong)

the same as φαρμακεύς: sorcerer.

English (Thayer)

φαρμακη, φάρμακον (φαρμάσσω (to use a φάρμακον)) (from Aristophanes down);
1. pertaining to magical arts.
2.φάρμακος, a substantive, i. e. φαρμακεύς, which see: G L T Tr WH; Sept. several times for מְכַשֵּׁף.)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
δηλητηριαστής ή μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)].

Greek Monotonic

φάρμᾰκος: ὁ, ἡ,
I. δηλητηριαστής, γόης, μάγος, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτός που θυσιάζεται για την εξιλέωση των άλλων, εξιλαστήριο θύμα (αποδιοπομπαίος τράγος), σε Αριστοφ.· και από τότε που η λέξη εξέπεσε της σημασίας της και χρησιμοποιείται για αρνητικά· φαρμακός δηλώνει γενικά ονειδισμό, σε Αριστοφ., Δημ.

Chinese

原文音譯:farmakÒj 法而馬可士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:麻醉(者)
字義溯源:麻醉師,巫師,魔術師,行邪術的;源自(φαρμακεύς)X*=麻醉品)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 行邪術的(1) 啓22:15