πάτημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=patima
|Transliteration C=patima
|Beta Code=pa/thma
|Beta Code=pa/thma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is trodden: refuse</b>, <span class="bibl">Gp.20.46.2</span>: metaph., of persons, <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Ez.</span>34.19</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">4 Ki.</span>19.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[being trodden on]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.12</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is trodden: refuse</b>, <span class="bibl">Gp.20.46.2</span>: metaph., of persons, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ez.</span>34.19</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">4 Ki.</span>19.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[being trodden on]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.12</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτημα Medium diacritics: πάτημα Low diacritics: πάτημα Capitals: ΠΑΤΗΜΑ
Transliteration A: pátēma Transliteration B: patēma Transliteration C: patima Beta Code: pa/thma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is trodden: refuse, Gp.20.46.2: metaph., of persons, LXX Ez.34.19, cf.4 Ki.19.26. II being trodden on, Aret.SD2.12.

German (Pape)

[Seite 534] τό, was zertreten oder getreten wird, Sp.; auch ein verachteter, beschimpfter Mensch.

Greek (Liddell-Scott)

πάτημα: τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «ἀποστραγγίδι», Γεωπ. 20. 46, 2· - τὰ πρόβατά μου τὸ πάτημα τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐνέμοντο, ἐπὶ πεπατημένης νομῆς, Ἑβδ. (Ἱεζεκιὴλ ΛΔ΄, 19). ΙΙ. τὸ καταπατεῖσθαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πατώ
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.)
2. η ενέργεια του πατώ, το περπάτημα, η περπατησιά («το πάτημα της πέρδικας»)
3. ίχνος ποδιού ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά, αχνάρι («λαγού πατήματα»)
4. η πίεση, το στοίβαγμα, το πατίκωμα («για να χωρέσουν τα ρούχα στην κασέλα θέλουν πάτημα»)
5. το χτύπημα, το βάρεμα («το πάτημα τών παπουτσιών μού πλήγιασε τα πόδια»)
6. πίεση από πάνω, ώθηση προς μια κατεύθυνση («το πάτημα του ηλεκτρικού κουμπιού»)
7. σύνθλιψη για εξαγωγή του χυμού («το πάτημα τών σταφυλιών»)
8. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση, πλαστή δικαιολογία («βρήκε πάτημα για να τον διώξει»)
9. μτφ. επιδρομή, εισβολή, άλωση, κούρσεμα («το πάτημα της Τριπολιτσάς»)
10. στον πληθ. τα πατήματα μτφ.
η συμπεριφορά, οι συνήθειες κάποιου, το πώς ζει και φέρεται («πήρε τα πατήματα του πατέρα του»)
11. το πλάτος του σκαλοπατιού ή του κατωφλιού
(μσν.- αρχ.)
1. αυτό που πατήθηκε με τα πόδια, το πατημένο πράγμα
2. καθετί πάνω στο οποίο πατάει κάποιος, καθετί που πατιέται
2. μτφ. μηδαμινό, τιποτένιο πράγμα.