συνεργάτης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] [[medewerker]], [[handlanger]]. | |elnltext=συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] [[medewerker]], [[handlanger]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitarbeiter]], [[Helfer]]</i>, τινί; Soph. <i>Phil</i>. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 1144. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[associate]], [[fellow labourer]], [[fellow-worker]], [[partner in work]] | |woodrun=[[associate]], [[fellow labourer]], [[fellow-worker]], [[partner in work]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς . . σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp.417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ἄγρας Id.Ba.1146; fem., συνεργάτις φόνου Id.El.100.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. συνεργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger.
German (Pape)
ὁ, der Mitarbeiter, Helfer, τινί; Soph. Phil. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. Bacch. 1144.
Russian (Dvoretsky)
συνεργάτης: ου (ᾰ) ὁ сотрудник, тж. соучастник помощник (πεμφθεὶς ξ. τινί Soph.): ὁ σκότος ὁ σ. Eur. тьма, служащая покровом; ὁ ξ. τινός Eur. помощник в чем-л.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α συνεργάζομαι
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.
Greek Monotonic
συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, βοηθός, αρωγός, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., συμμέτοχος, συμπράττων, βοηθός, συνεργός σε κάτι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ συνεργαζόμενος, συμβοηθός, πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· οὕτως ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100.
Middle Liddell
συν-εργᾰ́της, ου, ὁ,
a fellow-workman, helpmate, coadjutor, Soph., Eur.; c. gen. an accomplice or assistant in a thing, Eur.