φρυάσσω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>d'ord.</i> [[φρυάσσομαι]];<br /><b>I.</b> [[frémir]] <i>ou</i> gronder ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> hennir : | |btext=<i>d'ord.</i> [[φρυάσσομαι]];<br /><b>I.</b> [[frémir]] <i>ou</i> gronder ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir <i>ou</i> impatience de qch;<br /><b>2</b> [[crier]] <i>en parl. du coq</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal. en parl. de l'homme</i> avoir une attitude <i>ou</i> [[un ton d'arrogance]], [[s'enorgueillir]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[βρύω]] -- DELG pas d'explication satisfaisante. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 20:42, 6 December 2022
English (LSJ)
v. φρυάσσομαι.
French (Bailly abrégé)
d'ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l'homme avoir une attitude ou un ton d'arrogance, s'enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d'explication satisfaisante.
English (Strong)
akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer's Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.
Greek Monolingual
και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.
Russian (Dvoretsky)
φρυάσσω: атт. φρυάττω
1 роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2 med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3 med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).
Chinese
原文音譯:fru£ssw 弗呂阿所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:噴噴聲
字義溯源:發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:(βρύω)=溢出*),或(βρύχω)=咬嚼*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 爭鬧(1) 徒4:25