ἐξορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[ôter la terre d'une tranchée]];<br /><b>2</b> déterrer, arracher : [[ἐξ]]. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρύσσω]].
|btext=<b>1</b> [[ôter la terre d'une tranchée]];<br /><b>2</b> [[déterrer]], [[arracher]] : [[ἐξ]]. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρύσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:50, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορύσσω Medium diacritics: ἐξορύσσω Low diacritics: εξορύσσω Capitals: ΕΞΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: exorýssō Transliteration B: exoryssō Transliteration C: eksorysso Beta Code: e)coru/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξορύττω, A dig out the earth from a trench, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Hdt.7.23; τόποι ἐξορυσσόμενοι Arist.Mir.833b4:— Med., ἐξορύξασθαι χάρακας = make oneself a vallum, D.H.9.55. II dig out of the ground, dig up, τοὺς νεκρούς Hdt.1.64, cf. BGU1024iv4 (iv/v A.D.); ἄγλιθας Ar.Ach.763; (μορίαν) Lys.7.26:—Pass., τοῦ χοὸς τοῦ ἐξορυσομένου PHal.1.109 (iii B.C.); φυτά X.Oec.19.4. 2 gouge out, ἐ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.8.116, cf. LXX Jd.16.21, Plu. Art.14. 3 metaph., τὸν ἐξορύσσοντα λόγον τὰ κεκρυμμένα τῶν πραγμάτων Ph.1.72.

German (Pape)

[Seite 888] att. -ττω, ausgraben, ausreißen; ἄγλιθας Ar. Ach. 763; ἐλαίαν Lys. 7, 26; φυτά Xen. oec. 19, 4 u. A; ὁ ἐξορυσσόμενος χοῦς, der herausgegrabene, aufgeworfene Schutt, Her. 7, 23; – τοὺς ὀφθαλμούς, die Augen ausstechen, Her. 8, 116; Plut. – Med., χάρακας, sich einen Wall ausgraben, aufwerfen, D. Hal. 9, 55.

French (Bailly abrégé)

1 ôter la terre d'une tranchée;
2 déterrer, arracher : ἐξ. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.
Étymologie: ἐξ, ὀρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορύσσω: атт. ἐξορύττω
1 выкапывать (землю), удалять вскопанную землю: χοῦς ἐξορυσσόμενος Her. куча выброшенной земли;
2 выкапывать (из земли) (νεκρούς Her.; ἐλαίαν Lys.; φυτά Xen.);
3 раскапывать, разрывать (ἐξορυσσόμενοι τόποι Arst.);
4 вырывать, выкалывать (τοὺς ὀφθαλμούς τινος Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ. 2. 150· ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις, τοῖς ἀνασκαπτομένοις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 44: - Μέσ., καὶ χάρακας ἐξωρύξαντο, ἔσκαψαν ἢ κατεσκεύασαν δι’ ἑαυτοὺς χαρακώματα, Διον. Ἁλ. 9. 55. ΙΙ. ἐκσκάπτω, ἐκθάπτω, τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 1. 64· ἐκβάλλω ἐκ τῆς γῆς, τὼς ἀρωραῖοι μύες, πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε, «ὥσπερ ἀρουραῖοι μύες ἐξορύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἄγλιθας (τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων)» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 763· ἐλαίας Λυσ. 110, 33, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· μεταφ., ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 8. 116.

English (Strong)

from ἐκ and ὀρύσσω; to dig out, i.e. (by extension) to extract (an eye), remove (roofing): break up, pluck out.

English (Thayer)

1st aorist participle ἐξορύξαντες; from Herodotus down;
1. to dig out: τούς ὀφθαλμούς (properly, to pluck out the eyes; so Alex.); Herodotus 8,116; Josephus, Antiquities 6,5, 1; Lucian, dial. deor. 1,1; others) καί διδόναι τίνι, metaphorically, to renounce the most precious things for another's advantage, Terence, adelph. 4,5, 67; Horace sat. 2,5, 35; (Wetstein at the passage)); in opposition to a very few interpretaters who, assuming that Paul suffered from a weakness of the eyes, understand the words literally, Ye would have plucked out your sound eyes and have put them into me, see Meyer at the passage; (cf. references under the word σκόλοψ, at the end).
2. to dig through: τήν στέγην, Mark 2:4.

Greek Monolingual

(AM ἐξορύσσω και ἐξορύττω) ορύσσω
1. σκάβω και βγάζω από τη γη (μεταλλεύματα)
2. βγάζω κάτι από τη θέση του
3. βγάζω τα μάτια, τυφλώνω
αρχ.
1. αποκαλύπτω
2. (για φυτά) ξεριζώνω
3. (για νεκρούς) ξεθάβω
4. κατασκευάζω με εκσκαφήχάρακας ἐξορύξαντο» — έσκαψαν χαρακώματα).

Greek Monotonic

ἐξορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω και βγάζω χώμα από χαντάκι, εξορύσσω, σε Ηρόδ.
II. βγάζω με σκάψιμο από το έδαφος, ξεθάβω, στον ίδ., σε Αριστοφ.· μεταφ., ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to dig out the earth from a trench, Hdt.
II. to dig out of the ground, dig up, Hdt., Ar.: metaph., ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.

Chinese

原文音譯:™xorÚssw 誒克士-哦呂所
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-挖掘
字義溯源:挖出來,挖通,拆通;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ὀρύσσω)*=挖洞)組成
出現次數:總共(2);可(1);加(1)
譯字彙編
1) 早已剜出來(1) 加4:15;
2) 拆通了(1) 可2:4