Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιπλεύσομαι;<br /><b>1</b> naviguer sur : πόντον OD sur la mer ; <i>en parl. de l'équipage ou des passagers</i> être embarqué sur, être à bord;<br /><b>2</b> naviguer contre, s'avancer par mer contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πλέω]].
|btext=<i>f.</i> ἐπιπλεύσομαι;<br /><b>1</b> [[naviguer sur]] : πόντον OD sur la mer ; <i>en parl. de l'équipage ou des passagers</i> être embarqué sur, être à bord;<br /><b>2</b> naviguer contre, s'avancer par mer contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:00, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλέω Medium diacritics: ἐπιπλέω Low diacritics: επιπλέω Capitals: ΕΠΙΠΛΕΩ
Transliteration A: epipléō Transliteration B: epipleō Transliteration C: epipleo Beta Code: e)piple/w

English (LSJ)

Ion. ἐπιπλώω (both in Hom.), fut. A -πλεύσομαι Th.3.16: aor. 1 -έπλευσα ib.80, Ion. -έπλωσα Hdt.1.70: Ep. 2sg. aor. 2 ἐπέπλως, part. ἐπιπλώς, but (Il.3.47) ἐπιπλώσας:—sail upon or over, ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα Il.1.312, Od.4.842; πόντον ἐπιπλώων 5.284; πόντον ἐπέπλως 3.15; ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον Il.6.291; ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Od.9.227, etc. II. sail against, attack by sea, νηυσὶ ἐ. τινί Hdt.5.86; τῇ Κερκύρᾳ Th.3.76; ἐπὶ τὰς Μινδάρου ναῦς X.HG1.5.11, etc.; ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα D.S.20.50: abs., Hdt.1.70, 6.33; also of the ships, Th.3.80: generally, sail on, Plb.1.25.4, etc. III. sail on board a ship, Hdt.7.98, 8.67, Th.2.66; of commanders, τοὺς ἐπὶ τῶν νεῶν ἐ. στρατηγούς Hdt.5.36; (ναύαρχος) Th.3.16; ξύμβουλος ib.76; ταμίας D.49.14; also ἐ. ταῖς ἐμπορίαις sail in charge of, Id.56.8; and ὁ ἐπιπλέων the supercargo, Id.32.12; οἱ ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τοῦ ἐλαίου PCair.Zen.77.2 (iii B.C.). IV. of a naval commander, sail past (in order to address, cf. ἐπιπάρειμι(B)4), τοὺς κυβερνήτας καὶ τριηράρχους Plu.Lys.11. V. sail after, ἐπὶ παντὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5; sail up afterwards, ib.25.4. VI. float upon, ἐπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ ὕδατος) Hdt.3.23; ἐπὶ τῆς θαλάσσης Arist.HA622b6; ἐπὶ τῷ ὕδατι Id.Mete. 384b17; slip, slide upon ice, Plb.3.55.2,4. VII. overflow (of a river), gloss on ἄρδειν, interpol. in App.BC2.153; μέχρι ἐπιπλεύσῃ until (the water) covers the substance, PHolm.21.29.

German (Pape)

[Seite 970] (s. πλέω), darüber hinschiffen, ἁλμυρὸν ὕδωρ Od. 9, 227, befahren, wie ὑγρὰ κέλευθα Il. 1, 312 u. öfter; τῆς θαλάττης ἐπέπλεον Anton. Lib. 31; darauflos-, entgegenschiffen, mit der Flotte angreifen, τινί, Thuc. 1, 30. 50 u. öfter, u. A.; ἐπὶ τὰς ναῦς Xen. Hell. 1, 5, 11, wie ἐπὶ τὴν Χίον ἐπέπλεον 2, 1, 16; übh. zu Schiffe gehen, Her. 7, 98. 184; – τὴν Ἀσσυρίην γῆν ἄρδην ἐπιπλέειν, umschiffen, oder zu Schiffe hinfahren, App. B. C. 2, 143, wie τριήρεις τοὺς αἰγιαλοὺς ἐπέπλεον, befuhren die Ufer, 4, 36.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιπλεύσομαι;
1 naviguer sur : πόντον OD sur la mer ; en parl. de l'équipage ou des passagers être embarqué sur, être à bord;
2 naviguer contre, s'avancer par mer contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλέω: ион. ἐπιπλώω (fut. ἐπιπλεύσομαι, эп. 2 л. sing. aor. 2 ἐπέπλως, part. aor. ἐπιπλώς и ἐπιπλώσας)
1 (по чему-л., на чем-л., вдоль чего-л. или по направлению к чему-л.) плыть: ἐ. πόντον или ἁλμυρὸν ὕδωρ Hom. плыть по морю; ἐ. νήσῳ τινι Thuc., Plut.; отплыть на какой-л. остров; ἐ. ἐπὶ τῶν νεῶν Her. плыть на кораблях;
2 (тж. νηυσὶ ἐ. Her.) совершать морской поход, нападать с моря (τινι Her., Plut.; ἐπί τινα Xen.; μεγάλῳ στόλῳ Plut.);
3 (вслед за чем-л.) отплывать (ἐπὶ παντὶ τῷ στόλῳ Polyb.);
4 (по чему-л.) плавать, держаться на поверхности (ἐπὶ τοῦ ὕδατος Her., Arst. или ἐπὶ τῷ ὕδατι Arst.; ἐπὶ τῆς θαλάττης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλέω: Ἰων. -πλώω (ἀμφότερα παρ᾿ Ὁμ.): μέλλ. -πλεύσομαι: Ἐπικ. β΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἐπέπλως: μετοχ. ἐπιπλώς, ἀλλὰ (Ἰλ. Γ. 47) ἐπιπλώσας. Πλέω ἐπί τινος, ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα Ἰλ. Α. 312, Ὀδ. Δ. 842· πόντον ἐπιπλώων Ε. 284· πόντον ἐπέπλως Γ. 15· ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον Ἰλ. Ζ. 291· ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Ὀδ. Ι. 227, κτλ. ΙΙ. πλέω ἐναντίον τινός, προσβάλλω διὰ θαλάσσης, νηυσὶν ἐπ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 86· τῇ Κερκύρᾳ Θουκ. 3. 76· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11, κτλ.: ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 70., 6. 33· ὡσαύτως ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 80: - καθόλου, πλέω ἐμπρός, αἱ δὲ λοιπαὶ (νῆες) τῶν Ρωμαίων ἐπιπλέουσαι κατὰ βραχὺ συνηθροίζοντο Πολύβ. 1. 25, 4, κτλ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι ἐπιβάτης πλοίου, πλέω, ταξειδεύω, τῶν δὲ ἐπιπλεόντων μετά γε τοὺς στρατηγοὺς οἵ δε ἦσαν Ἡρόδ. 7. 98., 8. 67, Θουκ. 2. 66· ἐπὶ στρατηγῶν ἢ ναυάρχων καὶ ἄλλων ἀξιωματικῶν, τοὺς ἐπὶ τῶν νεῶν ἐπ. στρατηγοὺς Ἡρόδ. 5. 36· ναύαρχος Θουκ. 3. 16· σύμβουλος αὐτόθι 76· ταμίας Δημ. 1188. 20: - ὡσαύτως, οἳ δὲ ἐπέπλεον ταῖς ἐμπορίαις, ἐταξείδευον ὡς ἐπιμεληταὶ ἢ ἐπιστάται τῶν ἐμπορευμάτων, ὁ αὐτ. 1285. 9· καί, ὁ ἐπιπλέων, ὁ ἐπὶ τοῦ φορτίου, ὁ αὐτ. 885. 17. IV. παραπλέω, γῆν Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143., 4. 36, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδ. 11. V. πλέω κατόπιν, ἐπὶ παντὶ τῷ στόλῳ Πολύβ. 1. 50, 5. VI. πλέω ἐπί τινος, ἐπιπλέω, ἐπ᾿ αὐτοῦ (ἐξυπ. τοῦ ὕδατος) Ἡρόδ. 3. 23· ἐπὶ τῆς θαλάσσης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37 ἐν τέλ.· ἐπὶ τῷ ὕδατι ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 7, 16· παγοδρομῶ, ἀλλ᾿ ἐπέπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσὶ Πολύβ. 3. 55, 2 καὶ 4.

English (Autenrieth)

sail over, w. acc.

Greek Monolingual

ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) πλέω
1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.)
2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ τῷ στόλῳ», Πολ.)
νεοελλ.
κατορθώνω να υποσκελίσω άλλους, να έλθω στην επιφάνεια, να διακριθώ («καταφέρνει πάντα να επιπλέει»)
αρχ.
1. διαπλέω, διασχίζω («οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
2. προσβάλλω από τη θάλασσα («ἅμα ἕω ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ», Θουκ.)
3. (για ανθρώπ.) επιβιβάζομαι σε πλοίο («τῶν δὲ ἐπιπλωόντων μετά γε τοὺς στρατηγούς», Ηρόδ.)
4. πλέω παράλληλα προς την ακτή, παραπλέω.

Greek Monotonic

ἐπιπλέω: Ιων. -πλώω, μέλ. -πλεύσομαι· Επικ. βʹ ενικ. αορ. βʹ ἐνέπλως, μτχ. ἐπιπλώς· μτχ. αορ. αʹ ἐπιπλώσας·
I. πλέω επάνω από, πόντον, σε Όμηρ.
II. πλέω εναντίον, προσβάλλω μέσω θαλάσσης, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
III. είμαι επιβάτης πλοίου, ταξιδεύω στη θάλασσα, στον ίδ.
IV. επιπλέω στην επιφάνεια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -πλώω fut. -πλεύσομαι epic 2nd sg. aor2 ἐπέπλως part. ἐπιπλώς aor1 part. ἐπιπλώσας
I. to sail upon or over, πόντον Hom.
II. to sail against, to attack by sea, c. dat., Hdt., Thuc.
III. to sail on board, Thuc.
IV. to float on the surface, Hdt.