γλωσσαλγία: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "<i>garrul</i>" to "<i>garrul</i>") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />démangeaison de parler, bavardage sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[γλῶσσα]], [[ἀλγέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[démangeaison de parler]], [[bavardage sans fin]].<br />'''Étymologie:''' [[γλῶσσα]], [[ἀλγέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, endless talking, wordiness, talkativeness E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.
German (Pape)
ἡ, Geschwätzigkeit, Frechheit im Reden, Eur. Andr. 690, Med. 525 und öfter bei Sp., wie Plut. garrul. 14.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλωσσαλγία -ας, ἡ γλῶσσα, ἄλγος geklets, gezwets.
Russian (Dvoretsky)
γλωσσαλγία: ἡ невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.
Middle Liddell
γλώσσαλγος
endless talking, wordiness, Eur.
Greek Monolingual
η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.
Greek Monotonic
γλωσσαλγία: ἡ, ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.
English (Woodhouse)
Wikipedia EL
Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.
Translations
Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: spraakzaamheid; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: Geschwätzigkeit, Gesprächigkeit, Redseligkeit, Schwatzhaftigkeit; Greek: φλυαρία, πολυλογία, αδολεσχία, ομιλητικότητα; Ancient Greek: ἀδολεσχία, τὸ ἀδολεσχικόν, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: parlantina, loquacità, loquela, chiacchiera, verbosità; Latin: loquacitas, garrulitas; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: loquacidade; Russian: болтливость, говорливость, разговорчивость, словоохотливость; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl