σολοικισμός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Czech: solecizmus;" to "Czech: solecizmus; Dutch: incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme;") |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[solecism]]=== | |trtx====[[solecism]]=== | ||
Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: [[solécisme]]; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: [[Solözismus]], [[Sprachschnitzer]], [[Sprachsünde]]; Greek: [[σολοικισμός]]; Ancient Greek: [[σολοικισμός]]; Hebrew: סוֹלְסִיזְם; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: [[solecismo]]; Japanese: 文法違反; Latin: [[stribligo]]; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: [[solecismo]], [[cacologia]]; Romanian: solecism; Russian: [[солецизм]]; Spanish: [[solecismo]]; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм | Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Dutch: [[incorrect taalgebruik]], [[taalfout]], [[solecisme]]; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: [[solécisme]]; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: [[Solözismus]], [[Sprachschnitzer]], [[Sprachsünde]]; Greek: [[σολοικισμός]]; Ancient Greek: [[σολοικισμός]]; Hebrew: סוֹלְסִיזְם; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: [[solecismo]]; Japanese: 文法違反; Latin: [[stribligo]]; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: [[solecismo]], [[cacologia]]; Romanian: solecism; Russian: [[солецизм]]; Spanish: [[solecismo]]; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:09, 27 May 2023
English (LSJ)
ὁ,
A incorrectness in the use of language, solecism, Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but βαρβαρισμός, incorrectness in the use of words, is distinguished from σολοικισμός, incorrectness in the construction of sentences, A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.
2 of incorrect reasoning, περὶ σολοικισμῶν, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6; cf. σολοικίζω 1.2.
II awkwardness, Plu.2.520b (pl.).
German (Pape)
[Seite 912] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 faute contre les règles du langage, solécisme;
2 p. anal. faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.
Étymologie: σολοικίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σολοικισμός -οῦ, ὁ σολοικίζω incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden.
Russian (Dvoretsky)
σολοικισμός: ὁ
1 языковая погрешность, ошибка в речи Arst., Plut., Luc., Sext.;
2 грам. синтаксическая ошибка, солецизм (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);
3 непристойность, грубость Plut., Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. σφάλμα, ιδίως συντακτικό, κατά τη χρήση της γλώσσας, παραβίαση τών συντακτικών, κυρίως, κανόνων της γλώσσας, καθώς και χρήση προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών συνθηκών επικοινωνίας
2. αγενής συμπεριφορά, αγροίκος τρόπος
νεοελλ.
απρέπεια
αρχ.
φρ. «Περὶ σολοικισμῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σολοικίζω. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. soloecismus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. solecisme)].
Greek Monotonic
σολοικισμός: ὁ, συντακτικό λάθος στη χρήση της γλώσσας, σολοικισμός, ασυνταξία, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σολοικισμός: ὁ, ἔλλειψις ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε σολοικίζω· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: βαρβαρισμός, ἁμάρτημα περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, ἁμάρτημα περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. βαρβαρισμός, κ. ἀλλ. ΙΙ. τρόπος ἄγροικος καὶ ἄξεστος, ἀπειροκαλία, «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
Middle Liddell
σολοικισμός, οῦ, ὁ, [from σολοικίζω
incorrectness in the use of language, a solecism, Luc.
Translations
solecism
Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Dutch: incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: solécisme; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: Solözismus, Sprachschnitzer, Sprachsünde; Greek: σολοικισμός; Ancient Greek: σολοικισμός; Hebrew: סוֹלְסִיזְם; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: solecismo; Japanese: 文法違反; Latin: stribligo; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: solecismo, cacologia; Romanian: solecism; Russian: солецизм; Spanish: solecismo; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм