εὐμήχανος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3, $4 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmichanos
|Transliteration C=evmichanos
|Beta Code=eu)mh/xanos
|Beta Code=eu)mh/xanos
|Definition=Dor. [[εὐμάχανος]] [μᾱ], [[εὐμήχανον]], <span class="sense"><span class="bld">I</span> of persons, [[skilful in contriving]], [[inventive]], opp. [[ἀμήχανος]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>381</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>344d</span>, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>408b</span>; ἁλίων εὐ. ἔργων <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span> 4.593</span>: with a Prep., <b class="b3">εὐμήχανος πρὸς τὸν βίον</b>, of [[bird]]s, [[full of devices]] for [[support]]ing [[life]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>614b34</span>, cf. <span class="bibl">616b34</span>: Sup., of the bee, <span class="title">Gp.</span>15.3.1; ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.92</span>: <b class="b3">τὸ εὐμήχανον</b>, = [[εὐμηχανία]] ([[inventive skill]], [[skill in devising means]]), Plu.2.830c. Adv. [[εὐμηχάνως]] <span class="bibl">Ph. 1.170</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>31</span>, <span class="bibl">Aristaenet.2.15</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., of things, [[skilfully contrived]], [[ingenious]], ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>759</span> (<b class="b3">εὐμηχάνους πορίζειν</b> Bentl.); ἐπίνοιαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>600a</span>.</span>
|Definition=Dor. [[εὐμάχανος]] [μᾱ], [[εὐμήχανον]],<br><span class="bld">I</span> of persons, [[skilful in contriving]], [[inventive]], opp. [[ἀμήχανος]], A.''Eu.''381 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.''Cra.''408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.''H.'' 4.593: with a Prep., <b class="b3">εὐμήχανος πρὸς τὸν βίον</b>, of [[bird]]s, [[full of devices]] for [[support]]ing [[life]], Arist.''HA''614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, ''Gp.''15.3.1; ἔν τινι D.S.20.92: <b class="b3">τὸ εὐμήχανον</b>, = [[εὐμηχανία]] ([[inventive skill]], [[skill in devising means]]), Plu.2.830c. Adv. [[εὐμηχάνως]] Ph. 1.170, Plu.''Per.''31, Aristaenet.2.15, etc.<br><span class="bld">II</span> Pass., of things, [[skilfully contrived]], [[ingenious]], ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''759 (<b class="b3">εὐμηχάνους πορίζειν</b> Bentl.); ἐπίνοιαι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 600a.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμήχανος Medium diacritics: εὐμήχανος Low diacritics: ευμήχανος Capitals: ΕΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: eumḗchanos Transliteration B: eumēchanos Transliteration C: evmichanos Beta Code: eu)mh/xanos

English (LSJ)

Dor. εὐμάχανος [μᾱ], εὐμήχανον,
I of persons, skilful in contriving, inventive, opp. ἀμήχανος, A.Eu.381 (lyr.), Pl.Prt. 344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.Cra.408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.H. 4.593: with a Prep., εὐμήχανος πρὸς τὸν βίον, of birds, full of devices for supporting life, Arist.HA614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, Gp.15.3.1; ἔν τινι D.S.20.92: τὸ εὐμήχανον, = εὐμηχανία (inventive skill, skill in devising means), Plu.2.830c. Adv. εὐμηχάνως Ph. 1.170, Plu.Per.31, Aristaenet.2.15, etc.
II Pass., of things, skilfully contrived, ingenious, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ar.Eq.759 (εὐμηχάνους πορίζειν Bentl.); ἐπίνοιαι Pl.R. 600a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;
2 bien inventé, fait avec adresse, avec art.
Étymologie: εὖ, μηχανή.

German (Pape)

gewandt, bes. im Ersinnen von Mitteln und Wegen, um Etwas auszuführen, erfindungsreich, und von Sachen, sinnreich, mit Kunst erdacht; εὐμήχανοι καὶ τέλειοι heißen die Eumeniden Aesch. Eum. 359; ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων sinnreiche Auswege, Ar. Eq. 759; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας λέγονται Plat. Rep. X.600a, vgl. Prot. 344d; τῶν δ' ἀργίων ὀρνίθων οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι Arist. H.A. 9.11; Sp., ἐν ταῖς ἐπινοίαις DS. 20.92; λόγοι Luc.; auch c. gen., ἁλίων ἔργων Opp. Hal. 4.593, wie Plat. Crat. 408b; τὸ περὶ τὰς ἐνεργείας εὐμήχανον, = εὐμηχανία, Plut. Symp. 7.1.3. –
• Adv., εὐμηχάνως δόρυ πεποιημένον, sinnreich, kunstreich, Plut. Pericl. 31; andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

εὐμήχᾰνος:
1 искусный, умелый, изобретательный (sc. Εὐμενίδες Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;
2 искусно придуманный, остроумный (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐμάχανος ᾱ, ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐφυὴς ἐν τῷ ἐφευρίσκειν, ἐπινοητικός, ἐφευρετικός, ἀντίθετ. τῷ ἀμήχανος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 381, Πλάτ. Πρωτ. 324D, κτλ.: - μετὰ γεν., εὐμήχανος λόγου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408Β· ἁλίων εὐμ. ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 4. 593: - μετὰ προθέσ., εὐμ. πρὸς τὸν βίον, ἐπὶ πτηνῶν, πλήρης ἐπινοήσεων πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1, πρβλ. 18, 1· ἔν τινι Διόδ. 20. 92· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Πλούτ. 830Β. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Περικλ. 31, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 759· ἐπίνοιαι Πλάτ. Πολ. 600Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμήχανος, -ον
Α δωρ. τ. εὐμάχανος, -ον)
(για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση της ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για πουλιά ή για μέλισσες) γεμάτος επινοήσεις για τις απαιτήσεις της ζωής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμήχανον
η ευμηχανία
3. (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με ευφυΐα, με εφευρετικότητα («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», Αριστοφ.).
επίρρ...
εὐμηχάνως (ΑΜ)
με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηχανή.

Greek Monotonic

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,
I. λέγεται για πρόσωπα, ικανός στην επινόηση, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αισχύλ., Πλάτ.
II. Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, ευφυής, δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell


I. of persons, skilful in contriving, ingenious, inventive, Aesch., Plat.
II. pass., of things, skillfully contrived, ingenious, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

inventive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)