παρέπομαι: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parepomai | |Transliteration C=parepomai | ||
|Beta Code=pare/pomai | |Beta Code=pare/pomai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[accompany]], [[attend]], Hp.''Epid.''1.8, etc.; of an escort, X. ''Ap.''27; π. τῇ ἐκφορᾷ ''IPE''12.17.24 (Olbia, i B. C.): abs., [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 89a, etc.: metaph., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν Id.''Lg.''667b; <b class="b3">τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π.</b> [[is common]] to all, Id.''Tht.''186a; <b class="b3">π. τισί</b> to [[be imparted]] to them, Plb.4.21.1.<br><span class="bld">2</span>to [[be a constant attribute]], τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα Phld.''Sign.''23: in Logic, <b class="b3">τὸ παρεπόμενον</b> [[consequence]], necessary or accidental, Arist. ''SE''168b31; <b class="b3">τὰ παρεπόμενα</b> [[concomitant circumstances]], Longin.10.1.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">τὰ παρεπόμενα γῄδια</b> the lands [[appertaining]] to a village, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1134.15 (V A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρ- | |elnltext=παρ-έπομαι begeleiden, van dichtbij volgen, met dat.; overdr., abs.: τοῦτο γὰρ μάλιστα ἐπὶ πάντων παρέπεται want dat is bij uitstek een kenmerk van alles Plat. Tht. 186a. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
A accompany, attend, Hp.Epid.1.8, etc.; of an escort, X. Ap.27; π. τῇ ἐκφορᾷ IPE12.17.24 (Olbia, i B. C.): abs., Pl.Phd. 89a, etc.: metaph., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν Id.Lg.667b; τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π. is common to all, Id.Tht.186a; π. τισί to be imparted to them, Plb.4.21.1.
2to be a constant attribute, τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα Phld.Sign.23: in Logic, τὸ παρεπόμενον consequence, necessary or accidental, Arist. SE168b31; τὰ παρεπόμενα concomitant circumstances, Longin.10.1.
3 τὰ παρεπόμενα γῄδια the lands appertaining to a village, POxy.1134.15 (V A. D.).
German (Pape)
[Seite 518] (s. ἕπομαι), nebenbei folgen, womit verbunden sein, τινί, Plat. Soph. 266 b Legg. II, 667 b; Arist. H. A. 6, 18; τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά, Pol. 4, 45, 6 u. öfter, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
suivre de près, accompagner, τινι.
Étymologie: παρά, ἕπομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-έπομαι begeleiden, van dichtbij volgen, met dat.; overdr., abs.: τοῦτο γὰρ μάλιστα ἐπὶ πάντων παρέπεται want dat is bij uitstek een kenmerk van alles Plat. Tht. 186a.
Russian (Dvoretsky)
παρέπομαι:
1 следовать, сопровождать (τινι Xen., Plat.);
2 (внимательно), следить (π. τε καὶ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.);
3 следовать, проистекать (τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.): τὸ παρεπόμενον Arst. (логическое) следствие.
Greek Monolingual
ΝΑ έπομαι
1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω
2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τον παρακολουθώ
3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου
4. (λογ.) (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο
η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα
5. φρ. «τα παρεπόμενα τών πτωτικών ή τών ρημάτων»
γραμμ. τα γνωρίσματα τών ονομάτων ή τών ρημάτων με τα οποία χαρακτηρίζεται η έννοιά τους, όπως είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός, η πτώση για τα ονόματα, η φωνή, η διάθεση, η συζυγία, ο χρόνος, η έγκλιση, ο αριθμός και το πρόσωπο για τα ρήματα.
Greek Monotonic
παρέπομαι: μέλ. -έψομαι, αποθ., ακολουθώ κατά μήκος, ακολουθώ στενά, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρέπομαι: ἀποθ., παρακολουθῶ, τινι Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 946, Πλάτ. Νόμ. 667Β, κτλ.· μάλιστα ὡς φρουρὸς ἢ σωματοφύλαξ, Ξεν. Ἀπολ. 27· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Α, κλ.· - μεταφορ., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 667Β· τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π., εἶναι πᾶσι κοινόν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186Α· τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν, ἥτις αὐτοῖς παρέπεται, μεταδίδεται, Πολύβ. 4. 21, 1. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, τὸ παρεπόμενον, τὸ ἀναγκαῖον ἢ τυχαῖον παρακολούθημα, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 6, 10, κτλ.
Middle Liddell
fut. -έψομαι
Dep. to follow along side, follow close, c. dat., Xen.; absol., Plat.