γαργαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gargalizo
|Transliteration C=gargalizo
|Beta Code=gargali/zw
|Beta Code=gargali/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tickle]], [[titillate]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>47a</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>411</span>; αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γ. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pr.</span>965a11</span>:—Pass., γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>673a6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1150b22</span>: also, generally, [[feel tickling]] or [[irritation]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>251c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., τὰ τὰς αἰσθήσεις γαργαλίζοντα ἡδέα Phld.<span class="title">Mus.</span>p.33K., cf. <span class="bibl">Ph.2.352</span>; τὰ ὦτα γ. <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>34(50).16</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>21</span>; also of pain, ὰλγηδὼν -ουσα Plu.2.1088a:—Pass., γαργαλιζομένου τοῦ σώματος <span class="bibl">Plot.6.7.34</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[tickle]], [[titillate]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 47a, Epicur.''Fr.''411; αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γ. Arist. ''Pr.''965a11:—Pass., γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον Id.''PA''673a6, cf. ''EN''1150b22: also, generally, [[feel tickling]] or [[irritation]], Pl.''Phdr.''251c.<br><span class="bld">2</span> metaph., τὰ τὰς αἰσθήσεις γαργαλίζοντα ἡδέα Phld.''Mus.''p.33K., cf. Ph.2.352; τὰ ὦτα γ. Aristid.''Or.''34(50).16, cf. Luc.''Cal.''21; also of pain, ὰλγηδὼν -ουσα Plu.2.1088a:—Pass., γαργαλιζομένου τοῦ σώματος Plot.6.7.34.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γαργαλίζω''': {gargalízō}<br />'''Meaning''': [[kitzeln]] (Pl., Arist. usw.)<br />'''Derivative''': mit [[γαργαλισμός]] (Pl., Hp., Arist. usw.). Rückbildungen [[γάργαλος]] (Ar. ''Th''. 133) und [[γαργάλη]] (Kom.). Daneben [[γαγγαλίζω]] (Phryn.) mit [[γαγγαλίδες]]· γελάσινοι H. und [[γαγγαλιάω]] (H.).<br />'''Etymology''': Onomatopoetische Bildung mit Intensivreduplikation (für *γαλγαλ-), vgl. Schwyzer 259 und 647.<br />'''Page''' 1,290
|ftr='''γαργαλίζω''': {gargalízō}<br />'''Meaning''': [[kitzeln]] (Pl., Arist. usw.)<br />'''Derivative''': mit [[γαργαλισμός]] (Pl., Hp., Arist. usw.). Rückbildungen [[γάργαλος]] (Ar. ''Th''. 133) und [[γαργάλη]] (Kom.). Daneben [[γαγγαλίζω]] (Phryn.) mit [[γαγγαλίδες]]· γελάσινοι H. und [[γαγγαλιάω]] (H.).<br />'''Etymology''': Onomatopoetische Bildung mit Intensivreduplikation (für *γαλγαλ-), vgl. Schwyzer 259 und 647.<br />'''Page''' 1,290
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐρεθίζω]]). Ἀπό ρίζα γαρ- καί μέ ἀναδιπλασιασμό → γαρ-γαρ-ιζω καί μέ [[τροπή]] τοῦ ρ σέ λ γίνεται [[γαργαλίζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[γαργάλισμα]], [[γαργαλισμός]].
|mantxt=(=[[ἐρεθίζω]]). Ἀπό ρίζα γαρ- καί μέ ἀναδιπλασιασμό → γαρ-γαρ-ιζω καί μέ [[τροπή]] τοῦ ρ σέ λ γίνεται [[γαργαλίζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[γαργάλισμα]], [[γαργαλισμός]].
}}
}}

Revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαργᾰλίζω Medium diacritics: γαργαλίζω Low diacritics: γαργαλίζω Capitals: ΓΑΡΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: gargalízō Transliteration B: gargalizō Transliteration C: gargalizo Beta Code: gargali/zw

English (LSJ)

A tickle, titillate, Pl.Phlb. 47a, Epicur.Fr.411; αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γ. Arist. Pr.965a11:—Pass., γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον Id.PA673a6, cf. EN1150b22: also, generally, feel tickling or irritation, Pl.Phdr.251c.
2 metaph., τὰ τὰς αἰσθήσεις γαργαλίζοντα ἡδέα Phld.Mus.p.33K., cf. Ph.2.352; τὰ ὦτα γ. Aristid.Or.34(50).16, cf. Luc.Cal.21; also of pain, ὰλγηδὼν -ουσα Plu.2.1088a:—Pass., γαργαλιζομένου τοῦ σώματος Plot.6.7.34.

Spanish (DGE)

(γαργᾰλίζω) • Alolema(s): γαγγ- Phryn.68, PS 56.10, Hsch.s.u. γαγγαλᾶν
I tr.
1 hacer cosquillas c. suj. de pers. sent. fís. αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γαργαλίζει nadie se hace cosquillas a sí mismo Arist.Pr.965a11, cf. Pl.Phlb.47a, Anacreont.6.7, en v. pas. γαργαλιζόμενοί τε γὰρ ταχὺ γελῶσιν pues al hacérseles cosquillas al momento se ríen Arist.PA 673a3, c. ac. de rel. οἱ γαργαλιζόμενοι μασχάλας Alex.Aphr.Pr.1 Praef.
c. suj. no pers., de la sensación aním. cosquillear, de ahí fig. causar placer τὰ τὰς αἰσθήσεις γαργαλίζοντα ἡδέα Phld.Mus.p.33K., cf. Ph.2.352, Clem.Al.Prot.10.109, τὰ ὦτα γαργαλίσαι regalar los oídos Aristid.Or.34.16, cf. Clem.Al.Strom.1.3.22, en v. pas. c. ac. de rel. γαργαλιζόμενοι τὰ ὦτα Luc.Cal.21, Paed.2.4.41.
2 p. ext. divertir, hacer reir οὐδέν τι ... ὁ ἥρως λαλεῖ καὶ οἷον γαργαλίσαι ... ἀκροατήν nada dice el héroe para divertir al oyente Eust.1089.10
seducir, tentar del demonio, Ath.Al.M.26.848B, de la serpiente en el paraíso, Cosm.Ind.Top.2.88.2.
II intr.
1 en v. act. y med. producir picor o irritación medic., como síntoma patológico debido al desplazamiento de humores, Gal.11.352, en la piel δριμύτης χυμῶν ... γαργαλίζουσα Gal.4.181, en la garganta, Gal.5.718, 719, ἀλγηδὼν ... γαργαλίζουσα Plu.2.1088a, part. subst. τὸ γαργαλίζον irritación en los ojos, Plu.2.610d
en v. med. sentir picor, irritación en los ojos, Phld.Rh.2.143, p. ext., en el alma γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά siente picazón mientras hace crecer sus alas ref. al alma, Pl.Phdr.251c
fig. excitarse τὸ φιλότιμον ... γαργαλιζόμενον οἷον ὑπὸ κνησμοῦ Plu.2.546c, por el placer, Gal.5.34, χυμοῖς καὶ ὄψοις Gr.Naz.M.36.413B.
2 en v. med. sentir cosquillas τοῦ δὲ γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον αἴτιον ἥ τε λεπτότης τοῦ δέρματος de que sólo sienta cosquillas el hombre es reponsable la finura de su piel Arist.PA 673a7, EN 1150b22, γαργαλιζομένου τοῦ σώματος debido al cosquilleo que experimenta el cuerpo Plot.6.7.34.
• Etimología: Forma expresiva c. red. que procede de una onomat.

German (Pape)

[Seite 475] att. = γαγγαλίζω, kitzeln, unangenehmen Reiz verursachen, Plat. Phil. 47 a; – Pass., Kitzel, Reiz empfinden, neben ἀγανακτέω Plat. Phaedr. 251 c. Auch Sp.

French (Bailly abrégé)

chatouiller.
Étymologie: γαργαλής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαργαλίζω γάργαλος kietelen, prikkelen; overdr., pass.:; οἶδα... τινας... ἡδέως γαργαλιζομένους τὰ ὦτα ὑπὸ τῶν διαβολῶν ik weet dat sommige mensen hun oren lekker laten kietelen door lasterpraatjes Luc. 15.21; pass. ook jeuk hebben:. ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά (de ziel) is geïrriteerd en heeft jeuk wanneer ze vleugels krijgt Plat. Phaedr. 251c.

Russian (Dvoretsky)

γαργᾰλίζω:
1 щекотать Arst.; pass. ощущать щекотание или быть чувствительным к щекотке Arst.;
2 раздражать, возбуждать (τὰ τὴν γεῦσιν γαργαλίζοντα βρώματα καὶ πόματα Plut.); pass. испытывать раздражение Plat.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: tickle (Pl.)
Other forms: γαγγαλίζω (Phryn.) mit γαγγαλίδες γελασῖνοι H. and γαγγαλιάω (H.).
Derivatives: Backformation γάργαλος (Ar.), γαργάλη (Com.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic formations with reduplication (for *γαλ-γαλ-), cf. Schwyzer 259 und 647.

Middle Liddell


to tickle, Lat. titillare, Plat.:—Pass., generally, to feel tickling or irritation, Plat.

Greek Monolingual

και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω)
1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη του σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν' αρχίσει να γελάει
2. ερεθίζω, προκαλώ κάποιον («τον γαργαλάει η μυρωδιά του φαγητού», «γαργαλίζοντες τὰς ἀκυάς», Κλήμ.)
3. κάνω ερωτικά χάδια ή με οποιονδήποτε τρόπο προκαλώ σεξουαλικό ερεθισμό
4. αισθάνομαι γαργάλημα ή φαγούρα σε κάποιο μέρος του σώματος («με γαργαλάει ο λαιμός μου», «γαργαλιέμαι στην πλάτη», «ἀλγηδὼν γαργαλίζουσα», Πλούτ.)
νεοελλ.
γαργαλιέμαι
1. γαργαλιέμαι εύκολα, ξεσπάω στα γέλια μόλις με γαργαλήσουν
2. νιώθω ερωτική επιθυμία («τή βλέπει και γαργαλιέται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένη λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό γαλ-γαλ- και ανομοιωτική τροπή του πρώτου -λ- σε -ρ-. Ο νεοελλ. τ. γαργαλεύω < γαργάλα].

Greek Monotonic

γαργᾰλίζω: μέλ. -σω, γαργαλώ, προκαλώ, ερεθίζω, Λατ. titillare, σε Πλάτ. — Παθ., γενικά, αισθάνομαι γαργαλητό ή ενόχληση.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαλίζω: ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, δυσαρέστως ἐρεθίζω, Λατ. titillare, Πλάτ. Φιλ. 47A· αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γ. Ἀριστ. Προβλ. 35. 6. –Παθ., γαργαλίζεται μόνοςἄνθρωπος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 3. 10, 8, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 8· ὡσαύτως, καθόλου, αἰσθάνομαι γαργαλισμὸν ἢ ἐρεθισμόν, ὀργήν, Πλάτ. Φαίδρ. 251C. –Πρβλ. γαγγαλίζω.

Frisk Etymology German

γαργαλίζω: {gargalízō}
Meaning: kitzeln (Pl., Arist. usw.)
Derivative: mit γαργαλισμός (Pl., Hp., Arist. usw.). Rückbildungen γάργαλος (Ar. Th. 133) und γαργάλη (Kom.). Daneben γαγγαλίζω (Phryn.) mit γαγγαλίδες· γελάσινοι H. und γαγγαλιάω (H.).
Etymology: Onomatopoetische Bildung mit Intensivreduplikation (für *γαλγαλ-), vgl. Schwyzer 259 und 647.
Page 1,290

Mantoulidis Etymological

(=ἐρεθίζω). Ἀπό ρίζα γαρ- καί μέ ἀναδιπλασιασμό → γαρ-γαρ-ιζω καί μέ τροπή τοῦ ρ σέ λ γίνεται γαργαλίζω.
Παράγωγα: γαργάλισμα, γαργαλισμός.