ὑπέρθυμος: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "müthig" to "mütig") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] übermütig, [[überausmuthig]], im guten Sinne; Il. 2, 746; [[Διομήδης]] 5, 376; auch von andern Helden in der Il. öfter; θεράποντες Od. 4, 784; ἕταροι Il. 23, 522, wie Hes. Th. 937; Ἕκτωρ Pind. P. 7, 55; φῶτες 4, 13; – im tadelnden Sinne, [[übermütig]], frech, Hes. Th. 719; zu muthig oder wild, von Pferden, Xen. de re equ. 3, 12; – überaus zornig, sehr ergrimmt, im adv., Aesch. Eum. 788; – auch = sehr geneigt, Inscr. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 05:39, 14 November 2023
English (LSJ)
ὑπέρθυμον,
A high-spirited, high-minded, daring, freq. in Hom., in good sense, Il.2.746, 5.376, al., cf. Hes.Th.937, Pi.P.4.13, B.12.103, etc.: irreg. Sup., ὑπερθυμέστατος ἀνδρῶν Stesich.95.
II in bad sense, overweening, Od.7.59, Hes.Th.719, AP6.332 (Hadr.); over-spirited, of a horse, X.Eq.3.12.
III vehemently angry, Poll.6.124. Adv., ὑπερθύμως ἄγαν in over-vehement wrath, A.Eu. 824.
IV in Adv. also, ὑπερθύμως = eagerly, readily, IGRom.4.1302.12 (Cyme, i B. C./i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1197] übermütig, überausmuthig, im guten Sinne; Il. 2, 746; Διομήδης 5, 376; auch von andern Helden in der Il. öfter; θεράποντες Od. 4, 784; ἕταροι Il. 23, 522, wie Hes. Th. 937; Ἕκτωρ Pind. P. 7, 55; φῶτες 4, 13; – im tadelnden Sinne, übermütig, frech, Hes. Th. 719; zu muthig oder wild, von Pferden, Xen. de re equ. 3, 12; – überaus zornig, sehr ergrimmt, im adv., Aesch. Eum. 788; – auch = sehr geneigt, Inscr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de courage ou d'ardeur, magnanime.
Étymologie: ὑπέρ, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρθῡμος:
1 полный отваги, мужественный (ἕταροι Hom.; φῶτες Pind.);
2 ретивый, горячий (sc. ἵππος Xen.);
3 дерзновенный, дерзостный (Τιτῆνες Hes.; οἱ Γέται Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρθῡμος: -ον, ὁ ἔχων γενναίαν ψυχήν, μεγαλόψυχος, τολμηρός, ἀνδρεῖος, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰλ. Β. 746, Ε. 376, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Θεογ. 937, Πινδ. Π. 4. 23, κλπ.· ἀνώμαλ. ὑπερθ. ὑπερθυμέστατος, ἀνὴρ Στησίχ. 81. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζών, Ἡσ. Θεογ. 719, Ἀνθ. Π. 6. 322· - ὀξύθυμος, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3. 12. ΙΙΙ. σφόδρα ὠργισμένος. Πολυδ. ϛʹ, 124· - Ἐπιρρ., ὑπερθύμως ἄγαν, ἐν ὑπερβαλλούσῃ ὀργῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 824. IV. ἐν τῷ ἐπιρρ., ὡσαύτως, προθύμως, ἐκθύμως, ἑτοίμως, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 12.
English (Slater)
ὑπέρθῡμος, -ον great hearted “κέκλυτε, παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον (I. 8.55)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος
2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης
3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος
4. πολύ οργισμένος.
επίρρ...
ὑπερθύμως Α
1. με υπερβολική οργή
2. με πολύ μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. πρόθυμος].
Greek Monotonic
ὑπέρθῡμος: -ον, I. τολμηρός, θαραλλέος, γενναίος, ανδρείος, μεγαλόψυχος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. με αρνητική σημασία, θρασύς, αλαζόνας, σε Ησίοδ.· οξύθυμος, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
III. σφόδρα οργισμένος· επίρρ., ὑπερθύμως ἄγαν, σε σφοδρή οργή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑπέρ-θῡμος, ον,
I. high-spirited, high-minded, daring, Hom., Hes., etc.
II. in bad sense, overdaring, overweening, Hes. — overspirited, of a horse, Xen.
III. vehemently angry:—adv., ὑπερθύμως ἄγαν in over- vehement wrath, Aesch.